헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετοχλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετοχλίζω μετοχλίσω

형태분석: μετ (접두사) + ὀχλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to remove by a lever, hoist, out of the way
  2. to push back the bar

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοχλίζω

μετοχλίζεις

μετοχλίζει

쌍수 μετοχλίζετον

μετοχλίζετον

복수 μετοχλίζομεν

μετοχλίζετε

μετοχλίζουσιν*

접속법단수 μετοχλίζω

μετοχλίζῃς

μετοχλίζῃ

쌍수 μετοχλίζητον

μετοχλίζητον

복수 μετοχλίζωμεν

μετοχλίζητε

μετοχλίζωσιν*

기원법단수 μετοχλίζοιμι

μετοχλίζοις

μετοχλίζοι

쌍수 μετοχλίζοιτον

μετοχλιζοίτην

복수 μετοχλίζοιμεν

μετοχλίζοιτε

μετοχλίζοιεν

명령법단수 μετόχλιζε

μετοχλιζέτω

쌍수 μετοχλίζετον

μετοχλιζέτων

복수 μετοχλίζετε

μετοχλιζόντων, μετοχλιζέτωσαν

부정사 μετοχλίζειν

분사 남성여성중성
μετοχλιζων

μετοχλιζοντος

μετοχλιζουσα

μετοχλιζουσης

μετοχλιζον

μετοχλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοχλίζομαι

μετοχλίζει, μετοχλίζῃ

μετοχλίζεται

쌍수 μετοχλίζεσθον

μετοχλίζεσθον

복수 μετοχλιζόμεθα

μετοχλίζεσθε

μετοχλίζονται

접속법단수 μετοχλίζωμαι

μετοχλίζῃ

μετοχλίζηται

쌍수 μετοχλίζησθον

μετοχλίζησθον

복수 μετοχλιζώμεθα

μετοχλίζησθε

μετοχλίζωνται

기원법단수 μετοχλιζοίμην

μετοχλίζοιο

μετοχλίζοιτο

쌍수 μετοχλίζοισθον

μετοχλιζοίσθην

복수 μετοχλιζοίμεθα

μετοχλίζοισθε

μετοχλίζοιντο

명령법단수 μετοχλίζου

μετοχλιζέσθω

쌍수 μετοχλίζεσθον

μετοχλιζέσθων

복수 μετοχλίζεσθε

μετοχλιζέσθων, μετοχλιζέσθωσαν

부정사 μετοχλίζεσθαι

분사 남성여성중성
μετοχλιζομενος

μετοχλιζομενου

μετοχλιζομενη

μετοχλιζομενης

μετοχλιζομενον

μετοχλιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοχλίσω

μετοχλίσεις

μετοχλίσει

쌍수 μετοχλίσετον

μετοχλίσετον

복수 μετοχλίσομεν

μετοχλίσετε

μετοχλίσουσιν*

기원법단수 μετοχλίσοιμι

μετοχλίσοις

μετοχλίσοι

쌍수 μετοχλίσοιτον

μετοχλισοίτην

복수 μετοχλίσοιμεν

μετοχλίσοιτε

μετοχλίσοιεν

부정사 μετοχλίσειν

분사 남성여성중성
μετοχλισων

μετοχλισοντος

μετοχλισουσα

μετοχλισουσης

μετοχλισον

μετοχλισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοχλίσομαι

μετοχλίσει, μετοχλίσῃ

μετοχλίσεται

쌍수 μετοχλίσεσθον

μετοχλίσεσθον

복수 μετοχλισόμεθα

μετοχλίσεσθε

μετοχλίσονται

기원법단수 μετοχλισοίμην

μετοχλίσοιο

μετοχλίσοιτο

쌍수 μετοχλίσοισθον

μετοχλισοίσθην

복수 μετοχλισοίμεθα

μετοχλίσοισθε

μετοχλίσοιντο

부정사 μετοχλίσεσθαι

분사 남성여성중성
μετοχλισομενος

μετοχλισομενου

μετοχλισομενη

μετοχλισομενης

μετοχλισομενον

μετοχλισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to push back the bar

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION