헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετοκλάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετοκλάζω μετοκλάσω

형태분석: μετ (접두사) + ὀκλάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to keep changing from one knee to another

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοκλάζω

μετοκλάζεις

μετοκλάζει

쌍수 μετοκλάζετον

μετοκλάζετον

복수 μετοκλάζομεν

μετοκλάζετε

μετοκλάζουσιν*

접속법단수 μετοκλάζω

μετοκλάζῃς

μετοκλάζῃ

쌍수 μετοκλάζητον

μετοκλάζητον

복수 μετοκλάζωμεν

μετοκλάζητε

μετοκλάζωσιν*

기원법단수 μετοκλάζοιμι

μετοκλάζοις

μετοκλάζοι

쌍수 μετοκλάζοιτον

μετοκλαζοίτην

복수 μετοκλάζοιμεν

μετοκλάζοιτε

μετοκλάζοιεν

명령법단수 μετόκλαζε

μετοκλαζέτω

쌍수 μετοκλάζετον

μετοκλαζέτων

복수 μετοκλάζετε

μετοκλαζόντων, μετοκλαζέτωσαν

부정사 μετοκλάζειν

분사 남성여성중성
μετοκλαζων

μετοκλαζοντος

μετοκλαζουσα

μετοκλαζουσης

μετοκλαζον

μετοκλαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοκλάζομαι

μετοκλάζει, μετοκλάζῃ

μετοκλάζεται

쌍수 μετοκλάζεσθον

μετοκλάζεσθον

복수 μετοκλαζόμεθα

μετοκλάζεσθε

μετοκλάζονται

접속법단수 μετοκλάζωμαι

μετοκλάζῃ

μετοκλάζηται

쌍수 μετοκλάζησθον

μετοκλάζησθον

복수 μετοκλαζώμεθα

μετοκλάζησθε

μετοκλάζωνται

기원법단수 μετοκλαζοίμην

μετοκλάζοιο

μετοκλάζοιτο

쌍수 μετοκλάζοισθον

μετοκλαζοίσθην

복수 μετοκλαζοίμεθα

μετοκλάζοισθε

μετοκλάζοιντο

명령법단수 μετοκλάζου

μετοκλαζέσθω

쌍수 μετοκλάζεσθον

μετοκλαζέσθων

복수 μετοκλάζεσθε

μετοκλαζέσθων, μετοκλαζέσθωσαν

부정사 μετοκλάζεσθαι

분사 남성여성중성
μετοκλαζομενος

μετοκλαζομενου

μετοκλαζομενη

μετοκλαζομενης

μετοκλαζομενον

μετοκλαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοκλάσω

μετοκλάσεις

μετοκλάσει

쌍수 μετοκλάσετον

μετοκλάσετον

복수 μετοκλάσομεν

μετοκλάσετε

μετοκλάσουσιν*

기원법단수 μετοκλάσοιμι

μετοκλάσοις

μετοκλάσοι

쌍수 μετοκλάσοιτον

μετοκλασοίτην

복수 μετοκλάσοιμεν

μετοκλάσοιτε

μετοκλάσοιεν

부정사 μετοκλάσειν

분사 남성여성중성
μετοκλασων

μετοκλασοντος

μετοκλασουσα

μετοκλασουσης

μετοκλασον

μετοκλασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοκλάσομαι

μετοκλάσει, μετοκλάσῃ

μετοκλάσεται

쌍수 μετοκλάσεσθον

μετοκλάσεσθον

복수 μετοκλασόμεθα

μετοκλάσεσθε

μετοκλάσονται

기원법단수 μετοκλασοίμην

μετοκλάσοιο

μετοκλάσοιτο

쌍수 μετοκλάσοισθον

μετοκλασοίσθην

복수 μετοκλασοίμεθα

μετοκλάσοισθε

μετοκλάσοιντο

부정사 μετοκλάσεσθαι

분사 남성여성중성
μετοκλασομενος

μετοκλασομενου

μετοκλασομενη

μετοκλασομενης

μετοκλασομενον

μετοκλασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to keep changing from one knee to another

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION