Ancient Greek-English Dictionary Language

μετοικισμός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μετοικισμός μετοικισμοῦ

Structure: μετοικισμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: metoiki/zw

Sense

  1. emigration

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ δὲ Λύσανδροσ ἔτι τὴν ἀρχὴν ἔχων ὡρ́μησε τὸν Λεωνίδαν διώκειν κατὰ δή τινα νόμον παλαιόν, ὃσ οὐκ ἐᾷ τὸν Ἡρακλείδην ἐκ γυναικὸσ ἀλλοδαπῆσ τεκνοῦσθαι, τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆσ Σπάρτησ ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸσ ἑτέρουσ ἀποθνῄσκειν κελεύει, ταῦτα κατὰ τοῦ Λεωνίδᾳ λέγειν ἑτέρουσ διδάξασ, αὐτὸσ παρεφύλαττε μετὰ τῶν συναρχόντων τὸ σημεῖον. (Plutarch, Agis, chapter 11 2:1)
  • τὰ δὲ Σαβίνων οὕτω διακριθέντα τῷ μετοικισμῷ τῶν ἀνδρῶν, οὐκ εἰάσαν οἱ δημαγωγοῦντεσ ἀτρεμῆσαι καί καταστῆναι, σχετλιάζοντεσ εἰ Κλαῦσοσ ἃ παρὼν οὐκ ἔπεισε διαπράξεται φυγὰσ γενόμενοσ καί πολέμιοσ, μὴ δοῦναι δίκην Ῥωμαίουσ ὧν ὑβρίζουσιν. (Plutarch, Publicola, chapter 22 1:1)

Synonyms

  1. emigration

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION