Ancient Greek-English Dictionary Language

μετεμβιβάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μετεμβιβάζω

Structure: μετ (Prefix) + ἐμβιβάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put on board another

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετεμβιβάζω μετεμβιβάζεις μετεμβιβάζει
Dual μετεμβιβάζετον μετεμβιβάζετον
Plural μετεμβιβάζομεν μετεμβιβάζετε μετεμβιβάζουσιν*
SubjunctiveSingular μετεμβιβάζω μετεμβιβάζῃς μετεμβιβάζῃ
Dual μετεμβιβάζητον μετεμβιβάζητον
Plural μετεμβιβάζωμεν μετεμβιβάζητε μετεμβιβάζωσιν*
OptativeSingular μετεμβιβάζοιμι μετεμβιβάζοις μετεμβιβάζοι
Dual μετεμβιβάζοιτον μετεμβιβαζοίτην
Plural μετεμβιβάζοιμεν μετεμβιβάζοιτε μετεμβιβάζοιεν
ImperativeSingular μετεμβίβαζε μετεμβιβαζέτω
Dual μετεμβιβάζετον μετεμβιβαζέτων
Plural μετεμβιβάζετε μετεμβιβαζόντων, μετεμβιβαζέτωσαν
Infinitive μετεμβιβάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μετεμβιβαζων μετεμβιβαζοντος μετεμβιβαζουσα μετεμβιβαζουσης μετεμβιβαζον μετεμβιβαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μετεμβιβάζομαι μετεμβιβάζει, μετεμβιβάζῃ μετεμβιβάζεται
Dual μετεμβιβάζεσθον μετεμβιβάζεσθον
Plural μετεμβιβαζόμεθα μετεμβιβάζεσθε μετεμβιβάζονται
SubjunctiveSingular μετεμβιβάζωμαι μετεμβιβάζῃ μετεμβιβάζηται
Dual μετεμβιβάζησθον μετεμβιβάζησθον
Plural μετεμβιβαζώμεθα μετεμβιβάζησθε μετεμβιβάζωνται
OptativeSingular μετεμβιβαζοίμην μετεμβιβάζοιο μετεμβιβάζοιτο
Dual μετεμβιβάζοισθον μετεμβιβαζοίσθην
Plural μετεμβιβαζοίμεθα μετεμβιβάζοισθε μετεμβιβάζοιντο
ImperativeSingular μετεμβιβάζου μετεμβιβαζέσθω
Dual μετεμβιβάζεσθον μετεμβιβαζέσθων
Plural μετεμβιβάζεσθε μετεμβιβαζέσθων, μετεμβιβαζέσθωσαν
Infinitive μετεμβιβάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μετεμβιβαζομενος μετεμβιβαζομενου μετεμβιβαζομενη μετεμβιβαζομενης μετεμβιβαζομενον μετεμβιβαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to put on board another

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION