헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετεγγράφω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετεγγράφω μετεγγράψω

형태분석: μετ (접두사) + ἐγγράφ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to put upon a new register, he will be put on a new

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεγγράφω

μετεγγράφεις

μετεγγράφει

쌍수 μετεγγράφετον

μετεγγράφετον

복수 μετεγγράφομεν

μετεγγράφετε

μετεγγράφουσιν*

접속법단수 μετεγγράφω

μετεγγράφῃς

μετεγγράφῃ

쌍수 μετεγγράφητον

μετεγγράφητον

복수 μετεγγράφωμεν

μετεγγράφητε

μετεγγράφωσιν*

기원법단수 μετεγγράφοιμι

μετεγγράφοις

μετεγγράφοι

쌍수 μετεγγράφοιτον

μετεγγραφοίτην

복수 μετεγγράφοιμεν

μετεγγράφοιτε

μετεγγράφοιεν

명령법단수 μετέγγραφε

μετεγγραφέτω

쌍수 μετεγγράφετον

μετεγγραφέτων

복수 μετεγγράφετε

μετεγγραφόντων, μετεγγραφέτωσαν

부정사 μετεγγράφειν

분사 남성여성중성
μετεγγραφων

μετεγγραφοντος

μετεγγραφουσα

μετεγγραφουσης

μετεγγραφον

μετεγγραφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεγγράφομαι

μετεγγράφει, μετεγγράφῃ

μετεγγράφεται

쌍수 μετεγγράφεσθον

μετεγγράφεσθον

복수 μετεγγραφόμεθα

μετεγγράφεσθε

μετεγγράφονται

접속법단수 μετεγγράφωμαι

μετεγγράφῃ

μετεγγράφηται

쌍수 μετεγγράφησθον

μετεγγράφησθον

복수 μετεγγραφώμεθα

μετεγγράφησθε

μετεγγράφωνται

기원법단수 μετεγγραφοίμην

μετεγγράφοιο

μετεγγράφοιτο

쌍수 μετεγγράφοισθον

μετεγγραφοίσθην

복수 μετεγγραφοίμεθα

μετεγγράφοισθε

μετεγγράφοιντο

명령법단수 μετεγγράφου

μετεγγραφέσθω

쌍수 μετεγγράφεσθον

μετεγγραφέσθων

복수 μετεγγράφεσθε

μετεγγραφέσθων, μετεγγραφέσθωσαν

부정사 μετεγγράφεσθαι

분사 남성여성중성
μετεγγραφομενος

μετεγγραφομενου

μετεγγραφομενη

μετεγγραφομενης

μετεγγραφομενον

μετεγγραφομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION