헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεσημβριάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεσημβριάζω

형태분석: μεσημβριάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from meshmbri/a

  1. to pass the noon, at noon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεσημβριάζω

μεσημβριάζεις

μεσημβριάζει

쌍수 μεσημβριάζετον

μεσημβριάζετον

복수 μεσημβριάζομεν

μεσημβριάζετε

μεσημβριάζουσιν*

접속법단수 μεσημβριάζω

μεσημβριάζῃς

μεσημβριάζῃ

쌍수 μεσημβριάζητον

μεσημβριάζητον

복수 μεσημβριάζωμεν

μεσημβριάζητε

μεσημβριάζωσιν*

기원법단수 μεσημβριάζοιμι

μεσημβριάζοις

μεσημβριάζοι

쌍수 μεσημβριάζοιτον

μεσημβριαζοίτην

복수 μεσημβριάζοιμεν

μεσημβριάζοιτε

μεσημβριάζοιεν

명령법단수 μεσημβρίαζε

μεσημβριαζέτω

쌍수 μεσημβριάζετον

μεσημβριαζέτων

복수 μεσημβριάζετε

μεσημβριαζόντων, μεσημβριαζέτωσαν

부정사 μεσημβριάζειν

분사 남성여성중성
μεσημβριαζων

μεσημβριαζοντος

μεσημβριαζουσα

μεσημβριαζουσης

μεσημβριαζον

μεσημβριαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεσημβριάζομαι

μεσημβριάζει, μεσημβριάζῃ

μεσημβριάζεται

쌍수 μεσημβριάζεσθον

μεσημβριάζεσθον

복수 μεσημβριαζόμεθα

μεσημβριάζεσθε

μεσημβριάζονται

접속법단수 μεσημβριάζωμαι

μεσημβριάζῃ

μεσημβριάζηται

쌍수 μεσημβριάζησθον

μεσημβριάζησθον

복수 μεσημβριαζώμεθα

μεσημβριάζησθε

μεσημβριάζωνται

기원법단수 μεσημβριαζοίμην

μεσημβριάζοιο

μεσημβριάζοιτο

쌍수 μεσημβριάζοισθον

μεσημβριαζοίσθην

복수 μεσημβριαζοίμεθα

μεσημβριάζοισθε

μεσημβριάζοιντο

명령법단수 μεσημβριάζου

μεσημβριαζέσθω

쌍수 μεσημβριάζεσθον

μεσημβριαζέσθων

복수 μεσημβριάζεσθε

μεσημβριαζέσθων, μεσημβριαζέσθωσαν

부정사 μεσημβριάζεσθαι

분사 남성여성중성
μεσημβριαζομενος

μεσημβριαζομενου

μεσημβριαζομενη

μεσημβριαζομενης

μεσημβριαζομενον

μεσημβριαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pass the noon

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION