Ancient Greek-English Dictionary Language

μειονεκτέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μειονεκτέω μειονεκτήσω

Structure: μειονεκτέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)/xw

Sense

  1. to have too little, to be poor, to be worse off, come short, to be short of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειονέκτω μειονέκτεις μειονέκτει
Dual μειονέκτειτον μειονέκτειτον
Plural μειονέκτουμεν μειονέκτειτε μειονέκτουσιν*
SubjunctiveSingular μειονέκτω μειονέκτῃς μειονέκτῃ
Dual μειονέκτητον μειονέκτητον
Plural μειονέκτωμεν μειονέκτητε μειονέκτωσιν*
OptativeSingular μειονέκτοιμι μειονέκτοις μειονέκτοι
Dual μειονέκτοιτον μειονεκτοίτην
Plural μειονέκτοιμεν μειονέκτοιτε μειονέκτοιεν
ImperativeSingular μειονε͂κτει μειονεκτεῖτω
Dual μειονέκτειτον μειονεκτεῖτων
Plural μειονέκτειτε μειονεκτοῦντων, μειονεκτεῖτωσαν
Infinitive μειονέκτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μειονεκτων μειονεκτουντος μειονεκτουσα μειονεκτουσης μειονεκτουν μειονεκτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειονέκτουμαι μειονέκτει, μειονέκτῃ μειονέκτειται
Dual μειονέκτεισθον μειονέκτεισθον
Plural μειονεκτοῦμεθα μειονέκτεισθε μειονέκτουνται
SubjunctiveSingular μειονέκτωμαι μειονέκτῃ μειονέκτηται
Dual μειονέκτησθον μειονέκτησθον
Plural μειονεκτώμεθα μειονέκτησθε μειονέκτωνται
OptativeSingular μειονεκτοίμην μειονέκτοιο μειονέκτοιτο
Dual μειονέκτοισθον μειονεκτοίσθην
Plural μειονεκτοίμεθα μειονέκτοισθε μειονέκτοιντο
ImperativeSingular μειονέκτου μειονεκτεῖσθω
Dual μειονέκτεισθον μειονεκτεῖσθων
Plural μειονέκτεισθε μειονεκτεῖσθων, μειονεκτεῖσθωσαν
Infinitive μειονέκτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειονεκτουμενος μειονεκτουμενου μειονεκτουμενη μειονεκτουμενης μειονεκτουμενον μειονεκτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειονεκτήσω μειονεκτήσεις μειονεκτήσει
Dual μειονεκτήσετον μειονεκτήσετον
Plural μειονεκτήσομεν μειονεκτήσετε μειονεκτήσουσιν*
OptativeSingular μειονεκτήσοιμι μειονεκτήσοις μειονεκτήσοι
Dual μειονεκτήσοιτον μειονεκτησοίτην
Plural μειονεκτήσοιμεν μειονεκτήσοιτε μειονεκτήσοιεν
Infinitive μειονεκτήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μειονεκτησων μειονεκτησοντος μειονεκτησουσα μειονεκτησουσης μειονεκτησον μειονεκτησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειονεκτήσομαι μειονεκτήσει, μειονεκτήσῃ μειονεκτήσεται
Dual μειονεκτήσεσθον μειονεκτήσεσθον
Plural μειονεκτησόμεθα μειονεκτήσεσθε μειονεκτήσονται
OptativeSingular μειονεκτησοίμην μειονεκτήσοιο μειονεκτήσοιτο
Dual μειονεκτήσοισθον μειονεκτησοίσθην
Plural μειονεκτησοίμεθα μειονεκτήσοισθε μειονεκτήσοιντο
Infinitive μειονεκτήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειονεκτησομενος μειονεκτησομενου μειονεκτησομενη μειονεκτησομενης μειονεκτησομενον μειονεκτησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Νῦν δή, ἔφη ὁ Ιἕρων, εἴρηκασ ἐν ᾧ γε, σάφ’ ἴσθι, μειονεκτοῦμεν τῶν ἰδιωτῶν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 28:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION