Ancient Greek-English Dictionary Language

μεγαλήγορος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεγαλήγορος μεγαλήγορον

Structure: μεγαληγορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a)goreu/w

Sense

  1. talking big, vaunting, boastful

Examples

  • "καίτοι τὸν οἶκτον ἐξῄρει τῶν θεωμένων τὸ θαρραλέον αὐτῆσ καὶ μεγαλήγορον, ᾧ καὶ μάλιστα παρώξυνε τὸν Οὐεσπασιανόν, ὡσ ἀπέγνω τῆσ σωτηρίασ πρὸσ αὐτὸν ἀλλαγὴν κελεύουσα· (Plutarch, Amatorius, section 2522)
  • "ἐμεγαληγόρει ἄλλοτε δ’ οὐ μεγαλήγοροσ ἦν. (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 16 6:1)
  • ἱκνεῖται λόγοσ διὰ στηθέων, τριχὸσ δ’ ὀρθίασ πλόκαμοσ ἵσταται, μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳ ἀνοσίων ἀνδρῶν. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, strophe 31)
  • καὶ τὸ μεγαλήγορον αὐτοῦ τοῦτο οὐχ ὑπέρογκον μᾶλλόν τι ἢ εὐθαρσὲσ ἐν τοῖσ κινδύνοισ ἐφαίνετο· (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 10 2:2)
  • Παραλαβών τε τὴν ἐκεῖ στρατιάν, καὶ οὓσ ἦγεν ἐσ ἓν συναγαγών, ἐκάθηρε, καὶ διελέχθη καὶ τοῖσδε μεγαληγόρωσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 4 2:1)
  • οἶσθα ὅπωσ θαρραλέοσ ἀεὶ καὶ μεγαληγόροσ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ ἦν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 14:6)
  • καὶ ἡ μὲν γνώμη κοινωνείτω καὶ προσαπτέσθω τι καὶ ποιητικῆσ, παῤ ὅσον μεγαληγόροσ καὶ διηρμένη καὶ ἐκείνη, καὶ μάλισθ̓ ὁπόταν παρατάξεσι καὶ μάχαισ καὶ ναυμαχίαισ συμπλέκηται· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 451)
  • ἄλλωσ δ’ οὐ μάλα μεγαλήγοροσ ἦν· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 21:6)

Synonyms

  1. talking big

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION