Ancient Greek-English Dictionary Language

μαστίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαστίζω

Structure: μαστίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ma/stic

Sense

  1. to whip, flog

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίζω μαστίζεις μαστίζει
Dual μαστίζετον μαστίζετον
Plural μαστίζομεν μαστίζετε μαστίζουσιν*
SubjunctiveSingular μαστίζω μαστίζῃς μαστίζῃ
Dual μαστίζητον μαστίζητον
Plural μαστίζωμεν μαστίζητε μαστίζωσιν*
OptativeSingular μαστίζοιμι μαστίζοις μαστίζοι
Dual μαστίζοιτον μαστιζοίτην
Plural μαστίζοιμεν μαστίζοιτε μαστίζοιεν
ImperativeSingular μάστιζε μαστιζέτω
Dual μαστίζετον μαστιζέτων
Plural μαστίζετε μαστιζόντων, μαστιζέτωσαν
Infinitive μαστίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιζων μαστιζοντος μαστιζουσα μαστιζουσης μαστιζον μαστιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίζομαι μαστίζει, μαστίζῃ μαστίζεται
Dual μαστίζεσθον μαστίζεσθον
Plural μαστιζόμεθα μαστίζεσθε μαστίζονται
SubjunctiveSingular μαστίζωμαι μαστίζῃ μαστίζηται
Dual μαστίζησθον μαστίζησθον
Plural μαστιζώμεθα μαστίζησθε μαστίζωνται
OptativeSingular μαστιζοίμην μαστίζοιο μαστίζοιτο
Dual μαστίζοισθον μαστιζοίσθην
Plural μαστιζοίμεθα μαστίζοισθε μαστίζοιντο
ImperativeSingular μαστίζου μαστιζέσθω
Dual μαστίζεσθον μαστιζέσθων
Plural μαστίζεσθε μαστιζέσθων, μαστιζέσθωσαν
Infinitive μαστίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιζομενος μαστιζομενου μαστιζομενη μαστιζομενης μαστιζομενον μαστιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μετὰ δὲ ταῦτα περιῆγεν αὐτὸν Διονύσιοσ τὴν πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενοσ, ἅμα κήρυκοσ συνακολουθοῦντοσ ὅτι τὸν ἄνδρα Διονύσιοσ τιμωρεῖται παρηλλαγμένωσ, ὅτι τὴν πόλιν ἔπεισεν ἑλέσθαι τὸν πόλεμον. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 112 3:1)

Synonyms

  1. to whip

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION