Ancient Greek-English Dictionary Language

μαστιχάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μαστιχάω

Structure: μαστιχά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: masta/c

Sense

  1. I grind the teeth.

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίχω μαστίχᾳς μαστίχᾳ
Dual μαστίχᾱτον μαστίχᾱτον
Plural μαστίχωμεν μαστίχᾱτε μαστίχωσιν*
SubjunctiveSingular μαστίχω μαστίχῃς μαστίχῃ
Dual μαστίχητον μαστίχητον
Plural μαστίχωμεν μαστίχητε μαστίχωσιν*
OptativeSingular μαστίχῳμι μαστίχῳς μαστίχῳ
Dual μαστίχῳτον μαστιχῷτην
Plural μαστίχῳμεν μαστίχῳτε μαστίχῳεν
ImperativeSingular μαστῖχᾱ μαστιχᾶτω
Dual μαστίχᾱτον μαστιχᾶτων
Plural μαστίχᾱτε μαστιχῶντων, μαστιχᾶτωσαν
Infinitive μαστίχᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιχων μαστιχωντος μαστιχωσα μαστιχωσης μαστιχων μαστιχωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίχωμαι μαστίχᾳ μαστίχᾱται
Dual μαστίχᾱσθον μαστίχᾱσθον
Plural μαστιχῶμεθα μαστίχᾱσθε μαστίχωνται
SubjunctiveSingular μαστίχωμαι μαστίχῃ μαστίχηται
Dual μαστίχησθον μαστίχησθον
Plural μαστιχώμεθα μαστίχησθε μαστίχωνται
OptativeSingular μαστιχῷμην μαστίχῳο μαστίχῳτο
Dual μαστίχῳσθον μαστιχῷσθην
Plural μαστιχῷμεθα μαστίχῳσθε μαστίχῳντο
ImperativeSingular μαστίχω μαστιχᾶσθω
Dual μαστίχᾱσθον μαστιχᾶσθων
Plural μαστίχᾱσθε μαστιχᾶσθων, μαστιχᾶσθωσαν
Infinitive μαστίχᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιχωμενος μαστιχωμενου μαστιχωμενη μαστιχωμενης μαστιχωμενον μαστιχωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. I grind the teeth

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION