Ancient Greek-English Dictionary Language

μαστιγόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μαστιγόω

Structure: μαστιγό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: Mid. fut. mastigw/somai in Pass. sense

Sense

  1. to whip, flog

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίγω μαστίγοις μαστίγοι
Dual μαστίγουτον μαστίγουτον
Plural μαστίγουμεν μαστίγουτε μαστίγουσιν*
SubjunctiveSingular μαστίγω μαστίγοις μαστίγοι
Dual μαστίγωτον μαστίγωτον
Plural μαστίγωμεν μαστίγωτε μαστίγωσιν*
OptativeSingular μαστίγοιμι μαστίγοις μαστίγοι
Dual μαστίγοιτον μαστιγοίτην
Plural μαστίγοιμεν μαστίγοιτε μαστίγοιεν
ImperativeSingular μαστῖγου μαστιγοῦτω
Dual μαστίγουτον μαστιγοῦτων
Plural μαστίγουτε μαστιγοῦντων, μαστιγοῦτωσαν
Infinitive μαστίγουν
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιγων μαστιγουντος μαστιγουσα μαστιγουσης μαστιγουν μαστιγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μαστίγουμαι μαστίγοι μαστίγουται
Dual μαστίγουσθον μαστίγουσθον
Plural μαστιγοῦμεθα μαστίγουσθε μαστίγουνται
SubjunctiveSingular μαστίγωμαι μαστίγοι μαστίγωται
Dual μαστίγωσθον μαστίγωσθον
Plural μαστιγώμεθα μαστίγωσθε μαστίγωνται
OptativeSingular μαστιγοίμην μαστίγοιο μαστίγοιτο
Dual μαστίγοισθον μαστιγοίσθην
Plural μαστιγοίμεθα μαστίγοισθε μαστίγοιντο
ImperativeSingular μαστίγου μαστιγοῦσθω
Dual μαστίγουσθον μαστιγοῦσθων
Plural μαστίγουσθε μαστιγοῦσθων, μαστιγοῦσθωσαν
Infinitive μαστίγουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μαστιγουμενος μαστιγουμενου μαστιγουμενη μαστιγουμενης μαστιγουμενον μαστιγουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • λοιμοῦ μαστιγουμένου, ἄφρων πανουργότεροσ γίνεται. ἐὰν δὲ ἐλέγχῃσ ἄνδρα φρόνιμον, νοήσει αἴσθησιν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:23)

Synonyms

  1. to whip

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION