Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμαστιγόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμαστιγόω διαμαστιγώσω

Structure: δια (Prefix) + μαστιγό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to scourge severely

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστίγω διαμαστίγοις διαμαστίγοι
Dual διαμαστίγουτον διαμαστίγουτον
Plural διαμαστίγουμεν διαμαστίγουτε διαμαστίγουσιν*
SubjunctiveSingular διαμαστίγω διαμαστίγοις διαμαστίγοι
Dual διαμαστίγωτον διαμαστίγωτον
Plural διαμαστίγωμεν διαμαστίγωτε διαμαστίγωσιν*
OptativeSingular διαμαστίγοιμι διαμαστίγοις διαμαστίγοι
Dual διαμαστίγοιτον διαμαστιγοίτην
Plural διαμαστίγοιμεν διαμαστίγοιτε διαμαστίγοιεν
ImperativeSingular διαμαστῖγου διαμαστιγοῦτω
Dual διαμαστίγουτον διαμαστιγοῦτων
Plural διαμαστίγουτε διαμαστιγοῦντων, διαμαστιγοῦτωσαν
Infinitive διαμαστίγουν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστιγων διαμαστιγουντος διαμαστιγουσα διαμαστιγουσης διαμαστιγουν διαμαστιγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστίγουμαι διαμαστίγοι διαμαστίγουται
Dual διαμαστίγουσθον διαμαστίγουσθον
Plural διαμαστιγοῦμεθα διαμαστίγουσθε διαμαστίγουνται
SubjunctiveSingular διαμαστίγωμαι διαμαστίγοι διαμαστίγωται
Dual διαμαστίγωσθον διαμαστίγωσθον
Plural διαμαστιγώμεθα διαμαστίγωσθε διαμαστίγωνται
OptativeSingular διαμαστιγοίμην διαμαστίγοιο διαμαστίγοιτο
Dual διαμαστίγοισθον διαμαστιγοίσθην
Plural διαμαστιγοίμεθα διαμαστίγοισθε διαμαστίγοιντο
ImperativeSingular διαμαστίγου διαμαστιγοῦσθω
Dual διαμαστίγουσθον διαμαστιγοῦσθων
Plural διαμαστίγουσθε διαμαστιγοῦσθων, διαμαστιγοῦσθωσαν
Infinitive διαμαστίγουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστιγουμενος διαμαστιγουμενου διαμαστιγουμενη διαμαστιγουμενης διαμαστιγουμενον διαμαστιγουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστιγώσω διαμαστιγώσεις διαμαστιγώσει
Dual διαμαστιγώσετον διαμαστιγώσετον
Plural διαμαστιγώσομεν διαμαστιγώσετε διαμαστιγώσουσιν*
OptativeSingular διαμαστιγώσοιμι διαμαστιγώσοις διαμαστιγώσοι
Dual διαμαστιγώσοιτον διαμαστιγωσοίτην
Plural διαμαστιγώσοιμεν διαμαστιγώσοιτε διαμαστιγώσοιεν
Infinitive διαμαστιγώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστιγωσων διαμαστιγωσοντος διαμαστιγωσουσα διαμαστιγωσουσης διαμαστιγωσον διαμαστιγωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμαστιγώσομαι διαμαστιγώσει, διαμαστιγώσῃ διαμαστιγώσεται
Dual διαμαστιγώσεσθον διαμαστιγώσεσθον
Plural διαμαστιγωσόμεθα διαμαστιγώσεσθε διαμαστιγώσονται
OptativeSingular διαμαστιγωσοίμην διαμαστιγώσοιο διαμαστιγώσοιτο
Dual διαμαστιγώσοισθον διαμαστιγωσοίσθην
Plural διαμαστιγωσοίμεθα διαμαστιγώσοισθε διαμαστιγώσοιντο
Infinitive διαμαστιγώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμαστιγωσομενος διαμαστιγωσομενου διαμαστιγωσομενη διαμαστιγωσομενης διαμαστιγωσομενον διαμαστιγωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to scourge severely

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION