Ancient Greek-English Dictionary Language

μαστῑγοφόρος

Adjective; Transliteration:

Principal Part: μαστῑγοφόρος

Etym.: fe/rw

Sense

  1. scourge-bearing
  2. an epithet of Ajax

Examples

  • προσελθὼν δὴ τῶν ἀθλητῶν ἕκαστοσ προσευξάμενοσ τῷ Διὶ καθεὶσ τὴν χεῖρα ἐσ τὴν κάλπιν ἀνασπᾷ τῶν κλήρων ἕνα καὶ μετ̓ ἐκεῖνον ἕτεροσ, καὶ παρεστὼσ μαστιγοφόροσ ἑκάστῳ ἀνέχει αὐτοῦ τὴν χεῖρα οὐ παρέχων ἀναγνῶναι ὅ τι τὸ γράμμα ἐστὶν ὃ ἀνέσπακεν. (Lucian, 85:1)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION