헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαγειρεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μαγειρεύω

형태분석: μαγειρεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be a cook, to cook meat
  2. to be a butcher

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαγειρεύω

μαγειρεύεις

μαγειρεύει

쌍수 μαγειρεύετον

μαγειρεύετον

복수 μαγειρεύομεν

μαγειρεύετε

μαγειρεύουσιν*

접속법단수 μαγειρεύω

μαγειρεύῃς

μαγειρεύῃ

쌍수 μαγειρεύητον

μαγειρεύητον

복수 μαγειρεύωμεν

μαγειρεύητε

μαγειρεύωσιν*

기원법단수 μαγειρεύοιμι

μαγειρεύοις

μαγειρεύοι

쌍수 μαγειρεύοιτον

μαγειρευοίτην

복수 μαγειρεύοιμεν

μαγειρεύοιτε

μαγειρεύοιεν

명령법단수 μαγείρευε

μαγειρευέτω

쌍수 μαγειρεύετον

μαγειρευέτων

복수 μαγειρεύετε

μαγειρευόντων, μαγειρευέτωσαν

부정사 μαγειρεύειν

분사 남성여성중성
μαγειρευων

μαγειρευοντος

μαγειρευουσα

μαγειρευουσης

μαγειρευον

μαγειρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαγειρεύομαι

μαγειρεύει, μαγειρεύῃ

μαγειρεύεται

쌍수 μαγειρεύεσθον

μαγειρεύεσθον

복수 μαγειρευόμεθα

μαγειρεύεσθε

μαγειρεύονται

접속법단수 μαγειρεύωμαι

μαγειρεύῃ

μαγειρεύηται

쌍수 μαγειρεύησθον

μαγειρεύησθον

복수 μαγειρευώμεθα

μαγειρεύησθε

μαγειρεύωνται

기원법단수 μαγειρευοίμην

μαγειρεύοιο

μαγειρεύοιτο

쌍수 μαγειρεύοισθον

μαγειρευοίσθην

복수 μαγειρευοίμεθα

μαγειρεύοισθε

μαγειρεύοιντο

명령법단수 μαγειρεύου

μαγειρευέσθω

쌍수 μαγειρεύεσθον

μαγειρευέσθων

복수 μαγειρεύεσθε

μαγειρευέσθων, μαγειρευέσθωσαν

부정사 μαγειρεύεσθαι

분사 남성여성중성
μαγειρευομενος

μαγειρευομενου

μαγειρευομενη

μαγειρευομενης

μαγειρευομενον

μαγειρευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be a butcher

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION