헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λυγισμός

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λυγισμός λυγισμοῦ

형태분석: λυγισμ (어간) + ος (어미)

어원: from lugi/zw

  1. 꼬임, 감기, 비틀기
  1. a bending, twisting, the windings and twistings

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λυγισμός

꼬임이

λυγισμώ

꼬임들이

λυγισμοί

꼬임들이

속격 λυγισμοῦ

꼬임의

λυγισμοῖν

꼬임들의

λυγισμῶν

꼬임들의

여격 λυγισμῷ

꼬임에게

λυγισμοῖν

꼬임들에게

λυγισμοῖς

꼬임들에게

대격 λυγισμόν

꼬임을

λυγισμώ

꼬임들을

λυγισμούς

꼬임들을

호격 λυγισμέ

꼬임아

λυγισμώ

꼬임들아

λυγισμοί

꼬임들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅσοι δὲ αὐτῶν κάτω συννενευκότεσ παλαίουσιν, καταπίπτειν τε ἀσφαλῶσ μανθάνουσι καὶ ἀνίστασθαι εὐμαρῶσ καὶ ὠθισμοὺσ καὶ περιπλοκὰσ καὶ λυγισμοὺσ καὶ ἄγχεσθαι δύνασθαι καὶ εἰσ ὕψοσ ἀναβαστάσαι τὸν ἀντίπαλον, οὐκ ἀχρεῖα οὐδὲ οὗτοι ἐκμελετῶντεσ, ἀλλὰ ἓν μὲν τὸ πρῶτον καὶ μέγιστον ἀναμφιβόλωσ κτώμενοι· (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 24:6)

  • ὅτε δὴ κατῆλθ’ Εὐριπίδησ, ἐπεδείκνυτο τοῖσ λωποδύταισ καὶ τοῖσι βαλλαντιοτόμοισ καὶ τοῖσι πατραλοίαισι καὶ τοιχωρύχοισ, ὅπερ ἔστ’ ἐν Αἵδου πλῆθοσ, οἱ δ’ ἀκροώμενοι τῶν ἀντιλογιῶν καὶ λυγισμῶν καὶ στροφῶν ὑπερεμάνησαν κἀνόμισαν σοφώτατον· (Aristophanes, Frogs, Episode29)

    (아리스토파네스, Frogs, Episode29)

  • οὐδ’ ἐσιδεῖν ὄσσοισιν, ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντεσ εἰώθασι δονεῖν ψήφουσ αἴθωνι λυγισμῷ ἄρθρων μηλείων τ’ ἐπ’ ἄγρην δωρήματα βάλλειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 72 2:1)

유의어

  1. 꼬임

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION