헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λοχαγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λοχαγέω

형태분석: λοχαγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: doric and attic for loxhge/w,

  1. to lead a lo/xos or company

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λοχάγω

λοχάγεις

λοχάγει

쌍수 λοχάγειτον

λοχάγειτον

복수 λοχάγουμεν

λοχάγειτε

λοχάγουσιν*

접속법단수 λοχάγω

λοχάγῃς

λοχάγῃ

쌍수 λοχάγητον

λοχάγητον

복수 λοχάγωμεν

λοχάγητε

λοχάγωσιν*

기원법단수 λοχάγοιμι

λοχάγοις

λοχάγοι

쌍수 λοχάγοιτον

λοχαγοίτην

복수 λοχάγοιμεν

λοχάγοιτε

λοχάγοιεν

명령법단수 λοχᾶγει

λοχαγεῖτω

쌍수 λοχάγειτον

λοχαγεῖτων

복수 λοχάγειτε

λοχαγοῦντων, λοχαγεῖτωσαν

부정사 λοχάγειν

분사 남성여성중성
λοχαγων

λοχαγουντος

λοχαγουσα

λοχαγουσης

λοχαγουν

λοχαγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λοχάγουμαι

λοχάγει, λοχάγῃ

λοχάγειται

쌍수 λοχάγεισθον

λοχάγεισθον

복수 λοχαγοῦμεθα

λοχάγεισθε

λοχάγουνται

접속법단수 λοχάγωμαι

λοχάγῃ

λοχάγηται

쌍수 λοχάγησθον

λοχάγησθον

복수 λοχαγώμεθα

λοχάγησθε

λοχάγωνται

기원법단수 λοχαγοίμην

λοχάγοιο

λοχάγοιτο

쌍수 λοχάγοισθον

λοχαγοίσθην

복수 λοχαγοίμεθα

λοχάγοισθε

λοχάγοιντο

명령법단수 λοχάγου

λοχαγεῖσθω

쌍수 λοχάγεισθον

λοχαγεῖσθων

복수 λοχάγεισθε

λοχαγεῖσθων, λοχαγεῖσθωσαν

부정사 λοχάγεισθαι

분사 남성여성중성
λοχαγουμενος

λοχαγουμενου

λοχαγουμενη

λοχαγουμενης

λοχαγουμενον

λοχαγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀτάρ, ἔφη, ἵνα καί, ἐὰν ἡμῶν τισ ἢ ταξιαρχῇ ἢ λοχαγῇ σοι, ἐπιστημονέστεροι τῶν πολεμικῶν ὦμεν, λέξον ἡμῖν πόθεν ἤρξατό σε διδάσκειν τὴν στρατηγίαν. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 1 6:1)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 1 6:1)

유의어

  1. to lead a lo

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION