Ancient Greek-English Dictionary Language

λογχοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λογχοφόρος λογχοφόρον

Structure: λογχοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. spear-bearing, a spear-man, pike-man

Examples

  • αἱ δὲ ἐφεξῆσ τάξεισ λογχοφόρων ἔστων. (Arrian, Acies Contra Alanos 24:2)
  • ἔστων δὲ ἀμφ̓ αὐτὸν ασ ἑκατὸν κούφων λογχοφόρων, ὡσ πᾶσαν ἐπιφοιτῶν τὴν φάλαγγα ὅπου τι ἐνδεὲσ καταμανθάνοι, ἐκεῖνο ἴδῃ καὶ θεραπεύσῃ. (Arrian, Acies Contra Alanos 31:1)
  • καὶ πρὸσ τοῦτο μᾶλλον αὐτῷ χρῆσθαι βουλόμενοσ ἐνέπλησε τὴν ὕλην καὶ τὰσ κοιλάδασ ἀκοντιστῶν τε πολλῶν καὶ λογχοφόρων, πεπεισμένοσ ἐπάξεσθαι δι’ εὐφυϊάν αὐτὰ τὰ χωρία τοὺσ Ῥωμαίουσ. (Plutarch, Marcellus, chapter 29 3:2)
  • καὶ αὐτόσ τε παρακαλεῖν τοὺσ στρατιώτασ ἐπειρᾶτο τὸ πῦρ σβεννύειν καὶ Λιβεράλιον ἑκατοντάρχην τῶν περὶ αὐτὸν λογχοφόρων ξύλοισ παίοντα τοὺσ ἀπειθοῦντασ ἐκέλευσεν εἴργειν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 296:1)
  • μετὰ δὲ τὴν μάχην ἀποσταλέντοσ ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ μετὰ τῶν Ἰβήρων καὶ λογχοφόρων Μαάρβα καὶ περιστρατοπεδεύσαντοσ τὴν κώμην, ποικίλησ αὐτοῖσ ἀπορίασ περιεστώσησ, ἀποθέμενοι τὰ ὅπλα παρέδοσαν αὑτοὺσ ὑποσπόνδουσ, ὡσ τευξόμενοι τῆσ σωτηρίασ. (Polybius, Histories, book 3, chapter 84 14:1)

Synonyms

  1. spear-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION