헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λογογραφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λογογραφέω λογογραφήσω

형태분석: λογογραφέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to write speeches

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λογογράφω

λογογράφεις

λογογράφει

쌍수 λογογράφειτον

λογογράφειτον

복수 λογογράφουμεν

λογογράφειτε

λογογράφουσιν*

접속법단수 λογογράφω

λογογράφῃς

λογογράφῃ

쌍수 λογογράφητον

λογογράφητον

복수 λογογράφωμεν

λογογράφητε

λογογράφωσιν*

기원법단수 λογογράφοιμι

λογογράφοις

λογογράφοι

쌍수 λογογράφοιτον

λογογραφοίτην

복수 λογογράφοιμεν

λογογράφοιτε

λογογράφοιεν

명령법단수 λογογρᾶφει

λογογραφεῖτω

쌍수 λογογράφειτον

λογογραφεῖτων

복수 λογογράφειτε

λογογραφοῦντων, λογογραφεῖτωσαν

부정사 λογογράφειν

분사 남성여성중성
λογογραφων

λογογραφουντος

λογογραφουσα

λογογραφουσης

λογογραφουν

λογογραφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λογογράφουμαι

λογογράφει, λογογράφῃ

λογογράφειται

쌍수 λογογράφεισθον

λογογράφεισθον

복수 λογογραφοῦμεθα

λογογράφεισθε

λογογράφουνται

접속법단수 λογογράφωμαι

λογογράφῃ

λογογράφηται

쌍수 λογογράφησθον

λογογράφησθον

복수 λογογραφώμεθα

λογογράφησθε

λογογράφωνται

기원법단수 λογογραφοίμην

λογογράφοιο

λογογράφοιτο

쌍수 λογογράφοισθον

λογογραφοίσθην

복수 λογογραφοίμεθα

λογογράφοισθε

λογογράφοιντο

명령법단수 λογογράφου

λογογραφεῖσθω

쌍수 λογογράφεισθον

λογογραφεῖσθων

복수 λογογράφεισθε

λογογραφεῖσθων, λογογραφεῖσθωσαν

부정사 λογογράφεισθαι

분사 남성여성중성
λογογραφουμενος

λογογραφουμενου

λογογραφουμενη

λογογραφουμενης

λογογραφουμενον

λογογραφουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λογογραφήσω

λογογραφήσεις

λογογραφήσει

쌍수 λογογραφήσετον

λογογραφήσετον

복수 λογογραφήσομεν

λογογραφήσετε

λογογραφήσουσιν*

기원법단수 λογογραφήσοιμι

λογογραφήσοις

λογογραφήσοι

쌍수 λογογραφήσοιτον

λογογραφησοίτην

복수 λογογραφήσοιμεν

λογογραφήσοιτε

λογογραφήσοιεν

부정사 λογογραφήσειν

분사 남성여성중성
λογογραφησων

λογογραφησοντος

λογογραφησουσα

λογογραφησουσης

λογογραφησον

λογογραφησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λογογραφήσομαι

λογογραφήσει, λογογραφήσῃ

λογογραφήσεται

쌍수 λογογραφήσεσθον

λογογραφήσεσθον

복수 λογογραφησόμεθα

λογογραφήσεσθε

λογογραφήσονται

기원법단수 λογογραφησοίμην

λογογραφήσοιο

λογογραφήσοιτο

쌍수 λογογραφήσοισθον

λογογραφησοίσθην

복수 λογογραφησοίμεθα

λογογραφήσοισθε

λογογραφήσοιντο

부정사 λογογραφήσεσθαι

분사 남성여성중성
λογογραφησομενος

λογογραφησομενου

λογογραφησομενη

λογογραφησομενης

λογογραφησομενον

λογογραφησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to write speeches

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION