Ancient Greek-English Dictionary Language

λιχμάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιχμάζω

Structure: λιχμάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: lei/xw

Sense

  1. to lick

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λιχμάζω λιχμάζεις λιχμάζει
Dual λιχμάζετον λιχμάζετον
Plural λιχμάζομεν λιχμάζετε λιχμάζουσιν*
SubjunctiveSingular λιχμάζω λιχμάζῃς λιχμάζῃ
Dual λιχμάζητον λιχμάζητον
Plural λιχμάζωμεν λιχμάζητε λιχμάζωσιν*
OptativeSingular λιχμάζοιμι λιχμάζοις λιχμάζοι
Dual λιχμάζοιτον λιχμαζοίτην
Plural λιχμάζοιμεν λιχμάζοιτε λιχμάζοιεν
ImperativeSingular λίχμαζε λιχμαζέτω
Dual λιχμάζετον λιχμαζέτων
Plural λιχμάζετε λιχμαζόντων, λιχμαζέτωσαν
Infinitive λιχμάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λιχμαζων λιχμαζοντος λιχμαζουσα λιχμαζουσης λιχμαζον λιχμαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λιχμάζομαι λιχμάζει, λιχμάζῃ λιχμάζεται
Dual λιχμάζεσθον λιχμάζεσθον
Plural λιχμαζόμεθα λιχμάζεσθε λιχμάζονται
SubjunctiveSingular λιχμάζωμαι λιχμάζῃ λιχμάζηται
Dual λιχμάζησθον λιχμάζησθον
Plural λιχμαζώμεθα λιχμάζησθε λιχμάζωνται
OptativeSingular λιχμαζοίμην λιχμάζοιο λιχμάζοιτο
Dual λιχμάζοισθον λιχμαζοίσθην
Plural λιχμαζοίμεθα λιχμάζοισθε λιχμάζοιντο
ImperativeSingular λιχμάζου λιχμαζέσθω
Dual λιχμάζεσθον λιχμαζέσθων
Plural λιχμάζεσθε λιχμαζέσθων, λιχμαζέσθωσαν
Infinitive λιχμάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λιχμαζομενος λιχμαζομενου λιχμαζομενη λιχμαζομενης λιχμαζομενον λιχμαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lick

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION