- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λικνοφόρος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: liknophoros 고전 발음: [릭노포로] 신약 발음: [릭노포로]

기본형: λικνοφόρος λικνοφόρον

형태분석: λικνοφορ (어간) + ος (어미)

어원: φέρω

  1. carrying the sacred, in procession

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λικνοφόρος

(이)가

λικνόφορον

(것)가

속격 λικνοφόρου

(이)의

λικνοφόρου

(것)의

여격 λικνοφόρῳ

(이)에게

λικνοφόρῳ

(것)에게

대격 λικνοφόρον

(이)를

λικνόφορον

(것)를

호격 λικνοφόρε

(이)야

λικνόφορον

(것)야

쌍수주/대/호 λικνοφόρω

(이)들이

λικνοφόρω

(것)들이

속/여 λικνοφόροιν

(이)들의

λικνοφόροιν

(것)들의

복수주격 λικνοφόροι

(이)들이

λικνόφορα

(것)들이

속격 λικνοφόρων

(이)들의

λικνοφόρων

(것)들의

여격 λικνοφόροις

(이)들에게

λικνοφόροις

(것)들에게

대격 λικνοφόρους

(이)들을

λικνόφορα

(것)들을

호격 λικνοφόροι

(이)들아

λικνόφορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ γὰρ οἰέσθ αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δ οὐχ ὑπέρλαμπρον, ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ, τοὺς ὄφεις τοὺς παρείας θλίβων καὶ ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, καὶ βοῶν εὐοῖ σαβοῖ, καὶ ἐπορχούμενος ὑῆς ἄττης ἄττης ὑῆς, ἔξαρχος καὶ προηγεμὼν καὶ κιττοφόρος καὶ λικνοφόρος καὶ τοιαῦθ ὑπὸ τῶν γρᾳδίων προσαγορευόμενος, μισθὸν λαμβάνων τούτων ἔνθρυπτα καὶ στρεπτοὺς καὶ νεήλατα, ἐφ οἷς τίς οὐκ ἂν ὡς ἀληθῶς αὑτὸν εὐδαιμονίσειε καὶ τὴν αὑτοῦ τύχην· (Demosthenes, Speeches 11-20, 372:1)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 372:1)

유의어

  1. carrying the sacred

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION