헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λικμάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λικμάω λικμήσω ἐλίκμησα λελίκμημαι ἐλικμήθην

형태분석: λικμά (어간) + ω (인칭어미)

어원: likmo/s

  1. 파괴하다, 뿌리다, 흩어지다, 퍼뜨리다
  1. I winnow
  2. I scatter, crush, destroy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λικμῶ

λικμᾷς

λικμᾷ

쌍수 λικμᾶτον

λικμᾶτον

복수 λικμῶμεν

λικμᾶτε

λικμῶσιν*

접속법단수 λικμῶ

λικμῇς

λικμῇ

쌍수 λικμῆτον

λικμῆτον

복수 λικμῶμεν

λικμῆτε

λικμῶσιν*

기원법단수 λικμῷμι

λικμῷς

λικμῷ

쌍수 λικμῷτον

λικμῴτην

복수 λικμῷμεν

λικμῷτε

λικμῷεν

명령법단수 λίκμᾱ

λικμᾱ́τω

쌍수 λικμᾶτον

λικμᾱ́των

복수 λικμᾶτε

λικμώντων, λικμᾱ́τωσαν

부정사 λικμᾶν

분사 남성여성중성
λικμων

λικμωντος

λικμωσα

λικμωσης

λικμων

λικμωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λικμῶμαι

λικμᾷ

λικμᾶται

쌍수 λικμᾶσθον

λικμᾶσθον

복수 λικμώμεθα

λικμᾶσθε

λικμῶνται

접속법단수 λικμῶμαι

λικμῇ

λικμῆται

쌍수 λικμῆσθον

λικμῆσθον

복수 λικμώμεθα

λικμῆσθε

λικμῶνται

기원법단수 λικμῴμην

λικμῷο

λικμῷτο

쌍수 λικμῷσθον

λικμῴσθην

복수 λικμῴμεθα

λικμῷσθε

λικμῷντο

명령법단수 λικμῶ

λικμᾱ́σθω

쌍수 λικμᾶσθον

λικμᾱ́σθων

복수 λικμᾶσθε

λικμᾱ́σθων, λικμᾱ́σθωσαν

부정사 λικμᾶσθαι

분사 남성여성중성
λικμωμενος

λικμωμενου

λικμωμενη

λικμωμενης

λικμωμενον

λικμωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λικμήσω

λικμήσεις

λικμήσει

쌍수 λικμήσετον

λικμήσετον

복수 λικμήσομεν

λικμήσετε

λικμήσουσιν*

기원법단수 λικμήσοιμι

λικμήσοις

λικμήσοι

쌍수 λικμήσοιτον

λικμησοίτην

복수 λικμήσοιμεν

λικμήσοιτε

λικμήσοιεν

부정사 λικμήσειν

분사 남성여성중성
λικμησων

λικμησοντος

λικμησουσα

λικμησουσης

λικμησον

λικμησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λικμήσομαι

λικμήσει, λικμήσῃ

λικμήσεται

쌍수 λικμήσεσθον

λικμήσεσθον

복수 λικμησόμεθα

λικμήσεσθε

λικμήσονται

기원법단수 λικμησοίμην

λικμήσοιο

λικμήσοιτο

쌍수 λικμήσοισθον

λικμησοίσθην

복수 λικμησοίμεθα

λικμήσοισθε

λικμήσοιντο

부정사 λικμήσεσθαι

분사 남성여성중성
λικμησομενος

λικμησομενου

λικμησομενη

λικμησομενης

λικμησομενον

λικμησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λικμηθήσομαι

λικμηθήσῃ

λικμηθήσεται

쌍수 λικμηθήσεσθον

λικμηθήσεσθον

복수 λικμηθησόμεθα

λικμηθήσεσθε

λικμηθήσονται

기원법단수 λικμηθησοίμην

λικμηθήσοιο

λικμηθήσοιτο

쌍수 λικμηθήσοισθον

λικμηθησοίσθην

복수 λικμηθησοίμεθα

λικμηθήσοισθε

λικμηθήσοιντο

부정사 λικμηθήσεσθαι

분사 남성여성중성
λικμηθησομενος

λικμηθησομενου

λικμηθησομενη

λικμηθησομενης

λικμηθησομενον

λικμηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλίκμησα

ἐλίκμησας

ἐλίκμησεν*

쌍수 ἐλικμήσατον

ἐλικμησάτην

복수 ἐλικμήσαμεν

ἐλικμήσατε

ἐλίκμησαν

접속법단수 λικμήσω

λικμήσῃς

λικμήσῃ

쌍수 λικμήσητον

λικμήσητον

복수 λικμήσωμεν

λικμήσητε

λικμήσωσιν*

기원법단수 λικμήσαιμι

λικμήσαις

λικμήσαι

쌍수 λικμήσαιτον

λικμησαίτην

복수 λικμήσαιμεν

λικμήσαιτε

λικμήσαιεν

명령법단수 λίκμησον

λικμησάτω

쌍수 λικμήσατον

λικμησάτων

복수 λικμήσατε

λικμησάντων

부정사 λικμήσαι

분사 남성여성중성
λικμησᾱς

λικμησαντος

λικμησᾱσα

λικμησᾱσης

λικμησαν

λικμησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλικμησάμην

ἐλικμήσω

ἐλικμήσατο

쌍수 ἐλικμήσασθον

ἐλικμησάσθην

복수 ἐλικμησάμεθα

ἐλικμήσασθε

ἐλικμήσαντο

접속법단수 λικμήσωμαι

λικμήσῃ

λικμήσηται

쌍수 λικμήσησθον

λικμήσησθον

복수 λικμησώμεθα

λικμήσησθε

λικμήσωνται

기원법단수 λικμησαίμην

λικμήσαιο

λικμήσαιτο

쌍수 λικμήσαισθον

λικμησαίσθην

복수 λικμησαίμεθα

λικμήσαισθε

λικμήσαιντο

명령법단수 λίκμησαι

λικμησάσθω

쌍수 λικμήσασθον

λικμησάσθων

복수 λικμήσασθε

λικμησάσθων

부정사 λικμήσεσθαι

분사 남성여성중성
λικμησαμενος

λικμησαμενου

λικμησαμενη

λικμησαμενης

λικμησαμενον

λικμησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλικμήθην

ἐλικμήθης

ἐλικμήθη

쌍수 ἐλικμήθητον

ἐλικμηθήτην

복수 ἐλικμήθημεν

ἐλικμήθητε

ἐλικμήθησαν

접속법단수 λικμήθω

λικμήθῃς

λικμήθῃ

쌍수 λικμήθητον

λικμήθητον

복수 λικμήθωμεν

λικμήθητε

λικμήθωσιν*

기원법단수 λικμηθείην

λικμηθείης

λικμηθείη

쌍수 λικμηθείητον

λικμηθειήτην

복수 λικμηθείημεν

λικμηθείητε

λικμηθείησαν

명령법단수 λικμήθητι

λικμηθήτω

쌍수 λικμήθητον

λικμηθήτων

복수 λικμήθητε

λικμηθέντων

부정사 λικμηθῆναι

분사 남성여성중성
λικμηθεις

λικμηθεντος

λικμηθεισα

λικμηθεισης

λικμηθεν

λικμηθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀκούσατε λόγουσ Κυρίου, ἔθνη, καὶ ἀναγγείλατε εἰσ νήσουσ τὰσ μακρόθεν. εἴπατε. ὁ λικμήσασ τὸν Ἰσραὴλ καὶ συνάξει αὐτὸν καὶ φυλάξει αὐτὸν ὡσ ὁ βόσκων ποίμνιον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:10)

    (70인역 성경, 예레미야서 38:10)

유의어

  1. I winnow

  2. 파괴하다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION