헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιβανωτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιβανωτίζω

형태분석: λιβανωτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to fumigate with frankincense

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιβανωτίζω

λιβανωτίζεις

λιβανωτίζει

쌍수 λιβανωτίζετον

λιβανωτίζετον

복수 λιβανωτίζομεν

λιβανωτίζετε

λιβανωτίζουσιν*

접속법단수 λιβανωτίζω

λιβανωτίζῃς

λιβανωτίζῃ

쌍수 λιβανωτίζητον

λιβανωτίζητον

복수 λιβανωτίζωμεν

λιβανωτίζητε

λιβανωτίζωσιν*

기원법단수 λιβανωτίζοιμι

λιβανωτίζοις

λιβανωτίζοι

쌍수 λιβανωτίζοιτον

λιβανωτιζοίτην

복수 λιβανωτίζοιμεν

λιβανωτίζοιτε

λιβανωτίζοιεν

명령법단수 λιβανώτιζε

λιβανωτιζέτω

쌍수 λιβανωτίζετον

λιβανωτιζέτων

복수 λιβανωτίζετε

λιβανωτιζόντων, λιβανωτιζέτωσαν

부정사 λιβανωτίζειν

분사 남성여성중성
λιβανωτιζων

λιβανωτιζοντος

λιβανωτιζουσα

λιβανωτιζουσης

λιβανωτιζον

λιβανωτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιβανωτίζομαι

λιβανωτίζει, λιβανωτίζῃ

λιβανωτίζεται

쌍수 λιβανωτίζεσθον

λιβανωτίζεσθον

복수 λιβανωτιζόμεθα

λιβανωτίζεσθε

λιβανωτίζονται

접속법단수 λιβανωτίζωμαι

λιβανωτίζῃ

λιβανωτίζηται

쌍수 λιβανωτίζησθον

λιβανωτίζησθον

복수 λιβανωτιζώμεθα

λιβανωτίζησθε

λιβανωτίζωνται

기원법단수 λιβανωτιζοίμην

λιβανωτίζοιο

λιβανωτίζοιτο

쌍수 λιβανωτίζοισθον

λιβανωτιζοίσθην

복수 λιβανωτιζοίμεθα

λιβανωτίζοισθε

λιβανωτίζοιντο

명령법단수 λιβανωτίζου

λιβανωτιζέσθω

쌍수 λιβανωτίζεσθον

λιβανωτιζέσθων

복수 λιβανωτίζεσθε

λιβανωτιζέσθων, λιβανωτιζέσθωσαν

부정사 λιβανωτίζεσθαι

분사 남성여성중성
λιβανωτιζομενος

λιβανωτιζομενου

λιβανωτιζομενη

λιβανωτιζομενης

λιβανωτιζομενον

λιβανωτιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to fumigate with frankincense

    • πυρόω (~에 향기를 풍기다, 향수를 뿌리다)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION