헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λῃστεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λῃστεύω λῃστεύσω

형태분석: λῃστεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: lh|sth/s

  1. 약탈하다, 강탈하다, 빼앗다
  1. to be a robber: to carry on a piratical, to practise piracy
  2. to spoil, plunder

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λῃστεύω

λῃστεύεις

λῃστεύει

쌍수 λῃστεύετον

λῃστεύετον

복수 λῃστεύομεν

λῃστεύετε

λῃστεύουσιν*

접속법단수 λῃστεύω

λῃστεύῃς

λῃστεύῃ

쌍수 λῃστεύητον

λῃστεύητον

복수 λῃστεύωμεν

λῃστεύητε

λῃστεύωσιν*

기원법단수 λῃστεύοιμι

λῃστεύοις

λῃστεύοι

쌍수 λῃστεύοιτον

λῃστευοίτην

복수 λῃστεύοιμεν

λῃστεύοιτε

λῃστεύοιεν

명령법단수 λῄστευε

λῃστευέτω

쌍수 λῃστεύετον

λῃστευέτων

복수 λῃστεύετε

λῃστευόντων, λῃστευέτωσαν

부정사 λῃστεύειν

분사 남성여성중성
λῃστευων

λῃστευοντος

λῃστευουσα

λῃστευουσης

λῃστευον

λῃστευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λῃστεύομαι

λῃστεύει, λῃστεύῃ

λῃστεύεται

쌍수 λῃστεύεσθον

λῃστεύεσθον

복수 λῃστευόμεθα

λῃστεύεσθε

λῃστεύονται

접속법단수 λῃστεύωμαι

λῃστεύῃ

λῃστεύηται

쌍수 λῃστεύησθον

λῃστεύησθον

복수 λῃστευώμεθα

λῃστεύησθε

λῃστεύωνται

기원법단수 λῃστευοίμην

λῃστεύοιο

λῃστεύοιτο

쌍수 λῃστεύοισθον

λῃστευοίσθην

복수 λῃστευοίμεθα

λῃστεύοισθε

λῃστεύοιντο

명령법단수 λῃστεύου

λῃστευέσθω

쌍수 λῃστεύεσθον

λῃστευέσθων

복수 λῃστεύεσθε

λῃστευέσθων, λῃστευέσθωσαν

부정사 λῃστεύεσθαι

분사 남성여성중성
λῃστευομενος

λῃστευομενου

λῃστευομενη

λῃστευομενης

λῃστευομενον

λῃστευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λῃστεύσω

λῃστεύσεις

λῃστεύσει

쌍수 λῃστεύσετον

λῃστεύσετον

복수 λῃστεύσομεν

λῃστεύσετε

λῃστεύσουσιν*

기원법단수 λῃστεύσοιμι

λῃστεύσοις

λῃστεύσοι

쌍수 λῃστεύσοιτον

λῃστευσοίτην

복수 λῃστεύσοιμεν

λῃστεύσοιτε

λῃστεύσοιεν

부정사 λῃστεύσειν

분사 남성여성중성
λῃστευσων

λῃστευσοντος

λῃστευσουσα

λῃστευσουσης

λῃστευσον

λῃστευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λῃστεύσομαι

λῃστεύσει, λῃστεύσῃ

λῃστεύσεται

쌍수 λῃστεύσεσθον

λῃστεύσεσθον

복수 λῃστευσόμεθα

λῃστεύσεσθε

λῃστεύσονται

기원법단수 λῃστευσοίμην

λῃστεύσοιο

λῃστεύσοιτο

쌍수 λῃστεύσοισθον

λῃστευσοίσθην

복수 λῃστευσοίμεθα

λῃστεύσοισθε

λῃστεύσοιντο

부정사 λῃστεύσεσθαι

분사 남성여성중성
λῃστευσομενος

λῃστευσομενου

λῃστευσομενη

λῃστευσομενης

λῃστευσομενον

λῃστευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τοιαῦτα ποιῶν τοὺσ ταλαιπώρουσ ἰδιώτασ οἰέται δεῖν ἀπαγαγεῖν, ἵνα δῆλον ὅτι μηδεὶσ ἐργάζηται τὸ λοιπόν, ἀλλ’ οἱ μὲν ἔξω λῃστεύωσιν, οἱ δ’ ἐν τῇ πόλει λωποδυτῶσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 48:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 48:1)

유의어

  1. 약탈하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION