Ancient Greek-English Dictionary Language

ληρώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ληρώδης ληρώδες

Structure: ληρωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. frivolous, silly

Examples

  • εἰ γὰρ μὴ τοὺσ προπεπτωκότασ ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδεσ ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:44)
  • αἱ δὲ πρὸσ ταῦτα τοῦ Μαρίου δικαιολογίαι παντάπασιν ἐφαίνοντο ληρώδεισ· (Plutarch, Caius Marius, chapter 34 5:1)
  • κατὰ δὲ τὸν Ἀσκληπιάδην οὐδὲν οὐδενὶ συμπαθέσ ἐστι φύσει, διῃρημένησ τε καὶ κατατεθραυσμένησ εἰσ ἄναρμα στοιχεῖα καὶ ληρώδεισ ὄγκουσ ἁπάσησ τῆσ οὐσίασ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1342)
  • ἐναργῶσ γὰρ ἐνταῦθα τὸ ληρῶδεσ τῆσ αἰτίασ ἐλέγχεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1421)
  • καὶ τούτου μᾶλλον ἔτι, πῶσ, ἵνα τὸ δεύτερον σιδήριον συναφθῇ τῷ πρώτῳ καὶ τῷ δευτέρῳ τὸ τρίτον κἀκείνῳ τὸ τέταρτον, ἅμα μὲν διεξέρχεσθαι χρὴ τοὺσ πόρουσ ταυτὶ τὰ σμικρὰ καὶ ληρώδη ψήγματα, ἅμα δ’ ἀποπάλλεσθαι τοῦ μετ’ αὐτὸ τεταγμένου, καίτοι κατὰ πᾶν ὁμοίου τὴν φύσιν ὑπάρχοντοσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1442)
  • τούτου γὰρ ὁμολογηθέντοσ, ὡσ ἔστιν ὅλωσ τισ ἐν τοῖσ ὑπὸ φύσεωσ διοικουμένοισ δύναμισ ἑλκτική, ληρώδησ νομίζοιτ’ ἂν ὁ περὶ ἀναδόσεωσ τροφῆσ ἄλλο τι λέγειν ἐπιχειρῶν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1530)
  • ἔν τε τοῖσ ἐπαίνοισ καὶ ταῖσ τῶν ἄλλων μεγαλαυχίαισ οὐ προσποιήτωσ ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλοσ γιγνόμενοσ ληρώδησ δοκεῖ εἶναι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 198:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION