Ancient Greek-English Dictionary Language

λευκόλοφος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λευκόλοφος λευκόλοφον

Structure: λευκολοφ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. white-crested, a white hill

Examples

  • σκέψαι τοίνυν οἱούσ αὐτοὺσ παρ’ ἐμοῦ παρεδέξατο πρῶτον, εἰ γενναίουσ καὶ τετραπήχεισ, καὶ μὴ διαδρασιπολίτασ, μηδ’ ἀγοραίουσ μηδὲ κοβάλουσ ὥσπερ νῦν μηδὲ πανούργουσ, ἀλλὰ πνέοντασ δόρυ καὶ λόγχασ καὶ λευκολόφουσ τρυφαλείασ καὶ πήληκασ καὶ κνημῖδασ καὶ θυμοὺσ ἑπταβοείουσ. (Aristophanes, Frogs, Agon, Antepirrheme7)
  • κἂν μὴ ταχέωσ ἥκωσιν, ἐγὼ νὴ τὸν Ἀπόλλω στίξασ αὐτοὺσ καὶ συμποδίσασ μετ’ Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆσ ταχέωσ ἀποπέμψω. (Aristophanes, Frogs, Exodus, anapests5)
  • ἐγὼ δ’ ἔχων σκύπφον Ἐρξίωνι τῷ λευκολόφῳ μεστὸν ἐξέπινον, ἀντὶ τοῦ προέπινον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 99 2:6)
  • ποιμὴν ὦ μάκαρ, εἴθε κατ’ οὔρεοσ ἐπροβάτευον κἠγὼ, ποιηρὸν τοῦτ’ ἀνὰ λευκόλοφον, κριοῖσ ἁγητῆρσι ποτ’ ἐβληχημένα βάζων, ἢ πικρῇ βάψαι νήοχα πηδάλια ἅλμῃ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6361)

Synonyms

  1. white-crested

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION