헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπτολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεπτολογέω λεπτολογήσω

형태분석: λεπτολογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from leptolo/gos

  1. to talk subtly, to chop logic, quibble, to discuss in quibbling fashion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λεπτολόγω

λεπτολόγεις

λεπτολόγει

쌍수 λεπτολόγειτον

λεπτολόγειτον

복수 λεπτολόγουμεν

λεπτολόγειτε

λεπτολόγουσιν*

접속법단수 λεπτολόγω

λεπτολόγῃς

λεπτολόγῃ

쌍수 λεπτολόγητον

λεπτολόγητον

복수 λεπτολόγωμεν

λεπτολόγητε

λεπτολόγωσιν*

기원법단수 λεπτολόγοιμι

λεπτολόγοις

λεπτολόγοι

쌍수 λεπτολόγοιτον

λεπτολογοίτην

복수 λεπτολόγοιμεν

λεπτολόγοιτε

λεπτολόγοιεν

명령법단수 λεπτολο͂γει

λεπτολογεῖτω

쌍수 λεπτολόγειτον

λεπτολογεῖτων

복수 λεπτολόγειτε

λεπτολογοῦντων, λεπτολογεῖτωσαν

부정사 λεπτολόγειν

분사 남성여성중성
λεπτολογων

λεπτολογουντος

λεπτολογουσα

λεπτολογουσης

λεπτολογουν

λεπτολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λεπτολόγουμαι

λεπτολόγει, λεπτολόγῃ

λεπτολόγειται

쌍수 λεπτολόγεισθον

λεπτολόγεισθον

복수 λεπτολογοῦμεθα

λεπτολόγεισθε

λεπτολόγουνται

접속법단수 λεπτολόγωμαι

λεπτολόγῃ

λεπτολόγηται

쌍수 λεπτολόγησθον

λεπτολόγησθον

복수 λεπτολογώμεθα

λεπτολόγησθε

λεπτολόγωνται

기원법단수 λεπτολογοίμην

λεπτολόγοιο

λεπτολόγοιτο

쌍수 λεπτολόγοισθον

λεπτολογοίσθην

복수 λεπτολογοίμεθα

λεπτολόγοισθε

λεπτολόγοιντο

명령법단수 λεπτολόγου

λεπτολογεῖσθω

쌍수 λεπτολόγεισθον

λεπτολογεῖσθων

복수 λεπτολόγεισθε

λεπτολογεῖσθων, λεπτολογεῖσθωσαν

부정사 λεπτολόγεισθαι

분사 남성여성중성
λεπτολογουμενος

λεπτολογουμενου

λεπτολογουμενη

λεπτολογουμενης

λεπτολογουμενον

λεπτολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λεπτολογήσω

λεπτολογήσεις

λεπτολογήσει

쌍수 λεπτολογήσετον

λεπτολογήσετον

복수 λεπτολογήσομεν

λεπτολογήσετε

λεπτολογήσουσιν*

기원법단수 λεπτολογήσοιμι

λεπτολογήσοις

λεπτολογήσοι

쌍수 λεπτολογήσοιτον

λεπτολογησοίτην

복수 λεπτολογήσοιμεν

λεπτολογήσοιτε

λεπτολογήσοιεν

부정사 λεπτολογήσειν

분사 남성여성중성
λεπτολογησων

λεπτολογησοντος

λεπτολογησουσα

λεπτολογησουσης

λεπτολογησον

λεπτολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λεπτολογήσομαι

λεπτολογήσει, λεπτολογήσῃ

λεπτολογήσεται

쌍수 λεπτολογήσεσθον

λεπτολογήσεσθον

복수 λεπτολογησόμεθα

λεπτολογήσεσθε

λεπτολογήσονται

기원법단수 λεπτολογησοίμην

λεπτολογήσοιο

λεπτολογήσοιτο

쌍수 λεπτολογήσοισθον

λεπτολογησοίσθην

복수 λεπτολογησοίμεθα

λεπτολογήσοισθε

λεπτολογήσοιντο

부정사 λεπτολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
λεπτολογησομενος

λεπτολογησομενου

λεπτολογησομενη

λεπτολογησομενης

λεπτολογησομενον

λεπτολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to talk subtly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION