헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπτολόγος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λεπτολόγος λεπτολόγον

형태분석: λεπτολογ (어간) + ος (어미)

어원: le/gw3

  1. 섬세한, 미묘한, 결정적인, 완성된
  1. speaking subtly, subtle, quibbling

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λεπτολόγος

섬세한 (이)가

λεπτόλογον

섬세한 (것)가

속격 λεπτολόγου

섬세한 (이)의

λεπτολόγου

섬세한 (것)의

여격 λεπτολόγῳ

섬세한 (이)에게

λεπτολόγῳ

섬세한 (것)에게

대격 λεπτολόγον

섬세한 (이)를

λεπτόλογον

섬세한 (것)를

호격 λεπτολόγε

섬세한 (이)야

λεπτόλογον

섬세한 (것)야

쌍수주/대/호 λεπτολόγω

섬세한 (이)들이

λεπτολόγω

섬세한 (것)들이

속/여 λεπτολόγοιν

섬세한 (이)들의

λεπτολόγοιν

섬세한 (것)들의

복수주격 λεπτολόγοι

섬세한 (이)들이

λεπτόλογα

섬세한 (것)들이

속격 λεπτολόγων

섬세한 (이)들의

λεπτολόγων

섬세한 (것)들의

여격 λεπτολόγοις

섬세한 (이)들에게

λεπτολόγοις

섬세한 (것)들에게

대격 λεπτολόγους

섬세한 (이)들을

λεπτόλογα

섬세한 (것)들을

호격 λεπτολόγοι

섬세한 (이)들아

λεπτόλογα

섬세한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ Διὸσ ἐννέα παρθένοι ἁγναὶ Μοῦσαι, λεπτολόγουσ ξυνετὰσ φρένασ αἳ καθορᾶτε ἀνδρῶν γνωμοτύπων, ὅταν εἰσ ἔριν ὀξυμερίμνοισ ἔλθωσι στρεβλοῖσι παλαίσμασιν ἀντιλογοῦντεσ, ἔλθετ’ ἐποψόμεναι δύναμιν δεινοτάτοιν στομάτοιν πορίσασθαι ῥήματα καὶ παραπρίσματ’ ἐπῶν. (Aristophanes, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

    (아리스토파네스, Frogs, Lyric-Scene, lyric1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION