Ancient Greek-English Dictionary Language

λάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λάω

Structure: λά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: an old Doric Verb, found only in pres.

Sense

  1. to wish, desire

Conjugation

Present tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "συβαξτα εστ ομνισ θυα τενδιτυρ λατε γερμανια, νοϝεμ ρεγεσ γεντιυμ διϝερσαρυμ αδ μεοσ πεδεσ, ιμμο αδ ϝεστροσ, συππλιξεσ στρατιθυε ιαξυερυντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, probus, chapter 15 1:3)
  • αρβορεσ ϝαλιδαε περ μιλιτεσ ραδιξιτυσ ϝυλσαε ξονεχισ λατε λονγεθυε τραβιβυσ αδ ριχαε συντ, τερρα δεινδε συπεριεξτα τοτυσθυε ξιρξυσ αδ σιλϝαε ξονσιτυσ σπεξιεμ γρατια νοϝι ϝιρορισ εφφρονδυιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, probus, chapter 19 3:2)
  • "παξατο υνδιθυε γεντιυμ τοτο θυα λατε πατετ ορβε τερραρυμ, φιρμυμ ετιαμ λατρονεμ αεγψπτιυμ, βαρβαριξισ μοτιβυσ αεστυαντεμ ετ φεμινει προπυδιι ρελιθυιασ ξολλιγεντεμ, νε πλυριμυμ λοθυαρ, φυγαϝιμυσ, οβσεδιμυσ, ξρυξιαϝιμυσ ετ οξξιδιμυσ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, firmus saturninus, proculus et bonosus, chapter 5 3:2)

Synonyms

  1. to wish

Derived

  • λάω (I see, to behold, look upon)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION