- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: laros 고전 발음: [라로] 신약 발음: [라로]

기본형: λάρος

  1. 가마우지
  1. a cormorant

예문

  • ὅπως μὴ ταῦτα λέγῃς ποτέ, πάνυ εὔλογα, ἢν λέγηται, καὶ ἄφυκτα ἡμῖν, ὡς οὐκ ἀδικοῦμεν μὴ προμηνύσαντες, ἄκουσον ἐξ ἀρχῆς ἁπάντων, καὶ τὸ δίκτυόν τε αὐτὸ καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον ἔκτοσθεν ἐπὶ σχολῆς, ἀλλὰ μὴ ἔνδοθεν ἐκ τοῦ μυχοῦ προεπισκόπησον, καὶ τοῦ ἀγκίστρου δὲ τὸ ἀγκύλον καὶ τὴν εἰς τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοπος ἀναστροφὴν καὶ τῆς τριαίνης τὰς ἀκμὰς εἰς τὰς χεῖρας λαβὼν καὶ πρὸς τὴν γνάθον πεφυσημένην ἀποπειρώμενος, ἢν μὴ πάνυ ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα, ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς καὶ διὰ τοῦτο πεινῶσιν ἀνάγραφε, σεαυτὸν δὲ παρακαλέσας θαρρεῖν ἐπιχείρει τῇ ἄγρᾳ, εἰ θέλεις, καθάπερ ὁ λάρος ὅλον περιχανὼν τὸ δέλεαρ. (Lucian, De mercede, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 3:4)

  • λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν. (Aristotle, Episode14)

    (아리스토텔레스, Episode14)

  • "ἀποφέρεται τὸ ἆθλον ἐκ τῆς βρογχοπαρατάξεως ὁ λάρος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 53 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 53 1:4)

  • οἱ δὲ τὸν ἑξῆς ὑπατεύσαντες ἐνιαυτὸν Λάρος Ἑρμίνιος καὶ Τίτος Οὐεργίνιος: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 51 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 51 1:1)

유의어

  1. 가마우지

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION