Ancient Greek-English Dictionary Language

λαμπρύνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: λαμπρύνω

Structure: λαμπρύν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: lampro/s

Sense

  1. to make bright or brilliant, polished their, made clear, to be or become clear or notorious
  2. to make oneself splendid, pride oneself on, distinguish oneself in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λαμπρύνω λαμπρύνεις λαμπρύνει
Dual λαμπρύνετον λαμπρύνετον
Plural λαμπρύνομεν λαμπρύνετε λαμπρύνουσιν*
SubjunctiveSingular λαμπρύνω λαμπρύνῃς λαμπρύνῃ
Dual λαμπρύνητον λαμπρύνητον
Plural λαμπρύνωμεν λαμπρύνητε λαμπρύνωσιν*
OptativeSingular λαμπρύνοιμι λαμπρύνοις λαμπρύνοι
Dual λαμπρύνοιτον λαμπρυνοίτην
Plural λαμπρύνοιμεν λαμπρύνοιτε λαμπρύνοιεν
ImperativeSingular λάμπρυνε λαμπρυνέτω
Dual λαμπρύνετον λαμπρυνέτων
Plural λαμπρύνετε λαμπρυνόντων, λαμπρυνέτωσαν
Infinitive λαμπρύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λαμπρυνων λαμπρυνοντος λαμπρυνουσα λαμπρυνουσης λαμπρυνον λαμπρυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λαμπρύνομαι λαμπρύνει, λαμπρύνῃ λαμπρύνεται
Dual λαμπρύνεσθον λαμπρύνεσθον
Plural λαμπρυνόμεθα λαμπρύνεσθε λαμπρύνονται
SubjunctiveSingular λαμπρύνωμαι λαμπρύνῃ λαμπρύνηται
Dual λαμπρύνησθον λαμπρύνησθον
Plural λαμπρυνώμεθα λαμπρύνησθε λαμπρύνωνται
OptativeSingular λαμπρυνοίμην λαμπρύνοιο λαμπρύνοιτο
Dual λαμπρύνοισθον λαμπρυνοίσθην
Plural λαμπρυνοίμεθα λαμπρύνοισθε λαμπρύνοιντο
ImperativeSingular λαμπρύνου λαμπρυνέσθω
Dual λαμπρύνεσθον λαμπρυνέσθων
Plural λαμπρύνεσθε λαμπρυνέσθων, λαμπρυνέσθωσαν
Infinitive λαμπρύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λαμπρυνομενος λαμπρυνομενου λαμπρυνομενη λαμπρυνομενης λαμπρυνομενον λαμπρυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ συνεπεκόσμησαν ὥσπερ τὰ πρὸσ ἣλιον ὑφιστάμενα σώματα τὸ λαμπρῦνον αὑτοὺσ πάλιν ἀφ’ ἑαυτῶν αὔξοντισ καὶ συνεκφωτίζοντεσ. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 11 5:1)

Synonyms

  1. to make oneself splendid

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION