헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κορέω κορήσω

형태분석: κορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 청소하다, 닦다, 쓸다, 소제하다, 닦아내다
  1. to sweep, sweep out, to sweep, clean

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κόρω

(나는) 청소한다

κόρεις

(너는) 청소한다

κόρει

(그는) 청소한다

쌍수 κόρειτον

(너희 둘은) 청소한다

κόρειτον

(그 둘은) 청소한다

복수 κόρουμεν

(우리는) 청소한다

κόρειτε

(너희는) 청소한다

κόρουσιν*

(그들은) 청소한다

접속법단수 κόρω

(나는) 청소하자

κόρῃς

(너는) 청소하자

κόρῃ

(그는) 청소하자

쌍수 κόρητον

(너희 둘은) 청소하자

κόρητον

(그 둘은) 청소하자

복수 κόρωμεν

(우리는) 청소하자

κόρητε

(너희는) 청소하자

κόρωσιν*

(그들은) 청소하자

기원법단수 κόροιμι

(나는) 청소하기를 (바라다)

κόροις

(너는) 청소하기를 (바라다)

κόροι

(그는) 청소하기를 (바라다)

쌍수 κόροιτον

(너희 둘은) 청소하기를 (바라다)

κοροίτην

(그 둘은) 청소하기를 (바라다)

복수 κόροιμεν

(우리는) 청소하기를 (바라다)

κόροιτε

(너희는) 청소하기를 (바라다)

κόροιεν

(그들은) 청소하기를 (바라다)

명령법단수 κο͂ρει

(너는) 청소해라

κορεῖτω

(그는) 청소해라

쌍수 κόρειτον

(너희 둘은) 청소해라

κορεῖτων

(그 둘은) 청소해라

복수 κόρειτε

(너희는) 청소해라

κοροῦντων, κορεῖτωσαν

(그들은) 청소해라

부정사 κόρειν

청소하는 것

분사 남성여성중성
κορων

κορουντος

κορουσα

κορουσης

κορουν

κορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κόρουμαι

(나는) 청소된다

κόρει, κόρῃ

(너는) 청소된다

κόρειται

(그는) 청소된다

쌍수 κόρεισθον

(너희 둘은) 청소된다

κόρεισθον

(그 둘은) 청소된다

복수 κοροῦμεθα

(우리는) 청소된다

κόρεισθε

(너희는) 청소된다

κόρουνται

(그들은) 청소된다

접속법단수 κόρωμαι

(나는) 청소되자

κόρῃ

(너는) 청소되자

κόρηται

(그는) 청소되자

쌍수 κόρησθον

(너희 둘은) 청소되자

κόρησθον

(그 둘은) 청소되자

복수 κορώμεθα

(우리는) 청소되자

κόρησθε

(너희는) 청소되자

κόρωνται

(그들은) 청소되자

기원법단수 κοροίμην

(나는) 청소되기를 (바라다)

κόροιο

(너는) 청소되기를 (바라다)

κόροιτο

(그는) 청소되기를 (바라다)

쌍수 κόροισθον

(너희 둘은) 청소되기를 (바라다)

κοροίσθην

(그 둘은) 청소되기를 (바라다)

복수 κοροίμεθα

(우리는) 청소되기를 (바라다)

κόροισθε

(너희는) 청소되기를 (바라다)

κόροιντο

(그들은) 청소되기를 (바라다)

명령법단수 κόρου

(너는) 청소되어라

κορεῖσθω

(그는) 청소되어라

쌍수 κόρεισθον

(너희 둘은) 청소되어라

κορεῖσθων

(그 둘은) 청소되어라

복수 κόρεισθε

(너희는) 청소되어라

κορεῖσθων, κορεῖσθωσαν

(그들은) 청소되어라

부정사 κόρεισθαι

청소되는 것

분사 남성여성중성
κορουμενος

κορουμενου

κορουμενη

κορουμενης

κορουμενον

κορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κορήσω

(나는) 청소하겠다

κορήσεις

(너는) 청소하겠다

κορήσει

(그는) 청소하겠다

쌍수 κορήσετον

(너희 둘은) 청소하겠다

κορήσετον

(그 둘은) 청소하겠다

복수 κορήσομεν

(우리는) 청소하겠다

κορήσετε

(너희는) 청소하겠다

κορήσουσιν*

(그들은) 청소하겠다

기원법단수 κορήσοιμι

(나는) 청소하겠기를 (바라다)

κορήσοις

(너는) 청소하겠기를 (바라다)

κορήσοι

(그는) 청소하겠기를 (바라다)

쌍수 κορήσοιτον

(너희 둘은) 청소하겠기를 (바라다)

κορησοίτην

(그 둘은) 청소하겠기를 (바라다)

복수 κορήσοιμεν

(우리는) 청소하겠기를 (바라다)

κορήσοιτε

(너희는) 청소하겠기를 (바라다)

κορήσοιεν

(그들은) 청소하겠기를 (바라다)

부정사 κορήσειν

청소할 것

분사 남성여성중성
κορησων

κορησοντος

κορησουσα

κορησουσης

κορησον

κορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κορήσομαι

(나는) 청소되겠다

κορήσει, κορήσῃ

(너는) 청소되겠다

κορήσεται

(그는) 청소되겠다

쌍수 κορήσεσθον

(너희 둘은) 청소되겠다

κορήσεσθον

(그 둘은) 청소되겠다

복수 κορησόμεθα

(우리는) 청소되겠다

κορήσεσθε

(너희는) 청소되겠다

κορήσονται

(그들은) 청소되겠다

기원법단수 κορησοίμην

(나는) 청소되겠기를 (바라다)

κορήσοιο

(너는) 청소되겠기를 (바라다)

κορήσοιτο

(그는) 청소되겠기를 (바라다)

쌍수 κορήσοισθον

(너희 둘은) 청소되겠기를 (바라다)

κορησοίσθην

(그 둘은) 청소되겠기를 (바라다)

복수 κορησοίμεθα

(우리는) 청소되겠기를 (바라다)

κορήσοισθε

(너희는) 청소되겠기를 (바라다)

κορήσοιντο

(그들은) 청소되겠기를 (바라다)

부정사 κορήσεσθαι

청소될 것

분사 남성여성중성
κορησομενος

κορησομενου

κορησομενη

κορησομενης

κορησομενον

κορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκο͂ρουν

(나는) 청소하고 있었다

ἐκο͂ρεις

(너는) 청소하고 있었다

ἐκο͂ρειν*

(그는) 청소하고 있었다

쌍수 ἐκόρειτον

(너희 둘은) 청소하고 있었다

ἐκορεῖτην

(그 둘은) 청소하고 있었다

복수 ἐκόρουμεν

(우리는) 청소하고 있었다

ἐκόρειτε

(너희는) 청소하고 있었다

ἐκο͂ρουν

(그들은) 청소하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοροῦμην

(나는) 청소되고 있었다

ἐκόρου

(너는) 청소되고 있었다

ἐκόρειτο

(그는) 청소되고 있었다

쌍수 ἐκόρεισθον

(너희 둘은) 청소되고 있었다

ἐκορεῖσθην

(그 둘은) 청소되고 있었다

복수 ἐκοροῦμεθα

(우리는) 청소되고 있었다

ἐκόρεισθε

(너희는) 청소되고 있었다

ἐκόρουντο

(그들은) 청소되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 청소하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION