Ancient Greek-English Dictionary Language

κομμόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κομμόω

Structure: κομμό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. to beautify

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κομμῶ κομμοῖς κομμοῖ
Dual κομμοῦτον κομμοῦτον
Plural κομμοῦμεν κομμοῦτε κομμοῦσιν*
SubjunctiveSingular κομμῶ κομμοῖς κομμοῖ
Dual κομμῶτον κομμῶτον
Plural κομμῶμεν κομμῶτε κομμῶσιν*
OptativeSingular κομμοῖμι κομμοῖς κομμοῖ
Dual κομμοῖτον κομμοίτην
Plural κομμοῖμεν κομμοῖτε κομμοῖεν
ImperativeSingular κόμμου κομμούτω
Dual κομμοῦτον κομμούτων
Plural κομμοῦτε κομμούντων, κομμούτωσαν
Infinitive κομμοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
κομμων κομμουντος κομμουσα κομμουσης κομμουν κομμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κομμοῦμαι κομμοῖ κομμοῦται
Dual κομμοῦσθον κομμοῦσθον
Plural κομμούμεθα κομμοῦσθε κομμοῦνται
SubjunctiveSingular κομμῶμαι κομμοῖ κομμῶται
Dual κομμῶσθον κομμῶσθον
Plural κομμώμεθα κομμῶσθε κομμῶνται
OptativeSingular κομμοίμην κομμοῖο κομμοῖτο
Dual κομμοῖσθον κομμοίσθην
Plural κομμοίμεθα κομμοῖσθε κομμοῖντο
ImperativeSingular κομμοῦ κομμούσθω
Dual κομμοῦσθον κομμούσθων
Plural κομμοῦσθε κομμούσθων, κομμούσθωσαν
Infinitive κομμοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κομμουμενος κομμουμενου κομμουμενη κομμουμενης κομμουμενον κομμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to beautify

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION