헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κολαφίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κολαφίζω κολαφίσω

형태분석: κολαφίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ko/lafos

  1. to buffet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολαφίζω

κολαφίζεις

κολαφίζει

쌍수 κολαφίζετον

κολαφίζετον

복수 κολαφίζομεν

κολαφίζετε

κολαφίζουσιν*

접속법단수 κολαφίζω

κολαφίζῃς

κολαφίζῃ

쌍수 κολαφίζητον

κολαφίζητον

복수 κολαφίζωμεν

κολαφίζητε

κολαφίζωσιν*

기원법단수 κολαφίζοιμι

κολαφίζοις

κολαφίζοι

쌍수 κολαφίζοιτον

κολαφιζοίτην

복수 κολαφίζοιμεν

κολαφίζοιτε

κολαφίζοιεν

명령법단수 κολάφιζε

κολαφιζέτω

쌍수 κολαφίζετον

κολαφιζέτων

복수 κολαφίζετε

κολαφιζόντων, κολαφιζέτωσαν

부정사 κολαφίζειν

분사 남성여성중성
κολαφιζων

κολαφιζοντος

κολαφιζουσα

κολαφιζουσης

κολαφιζον

κολαφιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κολαφίζομαι

κολαφίζει, κολαφίζῃ

κολαφίζεται

쌍수 κολαφίζεσθον

κολαφίζεσθον

복수 κολαφιζόμεθα

κολαφίζεσθε

κολαφίζονται

접속법단수 κολαφίζωμαι

κολαφίζῃ

κολαφίζηται

쌍수 κολαφίζησθον

κολαφίζησθον

복수 κολαφιζώμεθα

κολαφίζησθε

κολαφίζωνται

기원법단수 κολαφιζοίμην

κολαφίζοιο

κολαφίζοιτο

쌍수 κολαφίζοισθον

κολαφιζοίσθην

복수 κολαφιζοίμεθα

κολαφίζοισθε

κολαφίζοιντο

명령법단수 κολαφίζου

κολαφιζέσθω

쌍수 κολαφίζεσθον

κολαφιζέσθων

복수 κολαφίζεσθε

κολαφιζέσθων, κολαφιζέσθωσαν

부정사 κολαφίζεσθαι

분사 남성여성중성
κολαφιζομενος

κολαφιζομενου

κολαφιζομενη

κολαφιζομενης

κολαφιζομενον

κολαφιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ ἤρξαντό τινεσ ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ Προφήτευσον, καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔλαβον. (, chapter 10 256:1)

    (, chapter 10 256:1)

유의어

  1. to buffet

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION