헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοιλαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοιλαίνω

형태분석: κοιλαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 파다, 푸다, ~앞을 파다, 뚫다
  1. to make hollow, scoop out, to dig

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιλαίνω

(나는) 판다

κοιλαίνεις

(너는) 판다

κοιλαίνει

(그는) 판다

쌍수 κοιλαίνετον

(너희 둘은) 판다

κοιλαίνετον

(그 둘은) 판다

복수 κοιλαίνομεν

(우리는) 판다

κοιλαίνετε

(너희는) 판다

κοιλαίνουσιν*

(그들은) 판다

접속법단수 κοιλαίνω

(나는) 파자

κοιλαίνῃς

(너는) 파자

κοιλαίνῃ

(그는) 파자

쌍수 κοιλαίνητον

(너희 둘은) 파자

κοιλαίνητον

(그 둘은) 파자

복수 κοιλαίνωμεν

(우리는) 파자

κοιλαίνητε

(너희는) 파자

κοιλαίνωσιν*

(그들은) 파자

기원법단수 κοιλαίνοιμι

(나는) 파기를 (바라다)

κοιλαίνοις

(너는) 파기를 (바라다)

κοιλαίνοι

(그는) 파기를 (바라다)

쌍수 κοιλαίνοιτον

(너희 둘은) 파기를 (바라다)

κοιλαινοίτην

(그 둘은) 파기를 (바라다)

복수 κοιλαίνοιμεν

(우리는) 파기를 (바라다)

κοιλαίνοιτε

(너희는) 파기를 (바라다)

κοιλαίνοιεν

(그들은) 파기를 (바라다)

명령법단수 κοίλαινε

(너는) 파라

κοιλαινέτω

(그는) 파라

쌍수 κοιλαίνετον

(너희 둘은) 파라

κοιλαινέτων

(그 둘은) 파라

복수 κοιλαίνετε

(너희는) 파라

κοιλαινόντων, κοιλαινέτωσαν

(그들은) 파라

부정사 κοιλαίνειν

파는 것

분사 남성여성중성
κοιλαινων

κοιλαινοντος

κοιλαινουσα

κοιλαινουσης

κοιλαινον

κοιλαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κοιλαίνομαι

(나는) 파여진다

κοιλαίνει, κοιλαίνῃ

(너는) 파여진다

κοιλαίνεται

(그는) 파여진다

쌍수 κοιλαίνεσθον

(너희 둘은) 파여진다

κοιλαίνεσθον

(그 둘은) 파여진다

복수 κοιλαινόμεθα

(우리는) 파여진다

κοιλαίνεσθε

(너희는) 파여진다

κοιλαίνονται

(그들은) 파여진다

접속법단수 κοιλαίνωμαι

(나는) 파여지자

κοιλαίνῃ

(너는) 파여지자

κοιλαίνηται

(그는) 파여지자

쌍수 κοιλαίνησθον

(너희 둘은) 파여지자

κοιλαίνησθον

(그 둘은) 파여지자

복수 κοιλαινώμεθα

(우리는) 파여지자

κοιλαίνησθε

(너희는) 파여지자

κοιλαίνωνται

(그들은) 파여지자

기원법단수 κοιλαινοίμην

(나는) 파여지기를 (바라다)

κοιλαίνοιο

(너는) 파여지기를 (바라다)

κοιλαίνοιτο

(그는) 파여지기를 (바라다)

쌍수 κοιλαίνοισθον

(너희 둘은) 파여지기를 (바라다)

κοιλαινοίσθην

(그 둘은) 파여지기를 (바라다)

복수 κοιλαινοίμεθα

(우리는) 파여지기를 (바라다)

κοιλαίνοισθε

(너희는) 파여지기를 (바라다)

κοιλαίνοιντο

(그들은) 파여지기를 (바라다)

명령법단수 κοιλαίνου

(너는) 파여져라

κοιλαινέσθω

(그는) 파여져라

쌍수 κοιλαίνεσθον

(너희 둘은) 파여져라

κοιλαινέσθων

(그 둘은) 파여져라

복수 κοιλαίνεσθε

(너희는) 파여져라

κοιλαινέσθων, κοιλαινέσθωσαν

(그들은) 파여져라

부정사 κοιλαίνεσθαι

파여지는 것

분사 남성여성중성
κοιλαινομενος

κοιλαινομενου

κοιλαινομενη

κοιλαινομενης

κοιλαινομενον

κοιλαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοίλαινον

(나는) 파고 있었다

ἐκοίλαινες

(너는) 파고 있었다

ἐκοίλαινεν*

(그는) 파고 있었다

쌍수 ἐκοιλαίνετον

(너희 둘은) 파고 있었다

ἐκοιλαινέτην

(그 둘은) 파고 있었다

복수 ἐκοιλαίνομεν

(우리는) 파고 있었다

ἐκοιλαίνετε

(너희는) 파고 있었다

ἐκοίλαινον

(그들은) 파고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκοιλαινόμην

(나는) 파여지고 있었다

ἐκοιλαίνου

(너는) 파여지고 있었다

ἐκοιλαίνετο

(그는) 파여지고 있었다

쌍수 ἐκοιλαίνεσθον

(너희 둘은) 파여지고 있었다

ἐκοιλαινέσθην

(그 둘은) 파여지고 있었다

복수 ἐκοιλαινόμεθα

(우리는) 파여지고 있었다

ἐκοιλαίνεσθε

(너희는) 파여지고 있었다

ἐκοιλαίνοντο

(그들은) 파여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δεῖ δὲ ἐσ τὸ κοῖλον τῆσ μασχάλησ ἐνθεῖναι στρογγύλον τι ἐναρμόσσον‧ ἐπιτηδειόταται δὲ αἱ πάνυ σμικραὶ σφαῖραι καὶ σκληραὶ, οἱαῖ ἐκ τῶν πολλῶν σκυτέων Ῥάπτονται‧ ἢν γὰρ μή τι τοιοῦτον ἐγκέηται, οὐ δύναται ἡ πτέρνη ἐξικνέεσθαι πρὸσ τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονοσ‧ κατατεινομένησ γὰρ τῆσ χειρὸσ, κοιλαίνεται ἡ μασχάλη‧ οἱ γὰρ τένοντεσ οἱ ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆσ μασχάλησ, ἀντισφίγγοντεσ, ἐναντίοι εἰσίν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.2)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.2)

  • χώραν δ’ ἔσχεν οὐκ εὔγεων σφόδρα, ἀλλὰ σκολιάν τε καὶ τραχεῖαν, ἀφ’ οὗ πάντεσ ὀφρυόεντα Κόρινθον εἰρήκασι καὶ παροιμιάζονται Κόρινθοσ ὀφρυᾷ τε καὶ κοιλαίνεται. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 6 36:23)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 6 36:23)

  • κοιλαίνεται δὲ καθ’ ἕκαστον πλευρὸν κοιλαίνουσά πωσ κατὰ παλαιστὴν τὸ ἔδαφοσ ἕλικοσ περιθεούσησ τό τε ἄνω καὶ τὸ κάτω μέροσ τοῦ σώματοσ, καθ’ ἕκαστον δὲ τῶν ποδῶν καὶ ταύτῃ ἐλήλατο κρίκοσ οὐκ ἄπωθεν τοῦ ἐπιθέματοσ, δι’ ὧν ᾔεσαν στελεοὶ χρύσεοι ξύλου τἄνερθεν ὄντεσ, οὐκ ἐξαίρετοι· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 175:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 175:1)

유의어

  1. 파다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION