Ancient Greek-English Dictionary Language

κλινοπετής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κλινοπετής κλινοπετές

Structure: κλινοπετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pi/ptw

Sense

  1. bed-ridden

Examples

  • Κράτιστον δὲ, ἐσ οὔρησιν καὶ ἐσ ἱδρῶτασ καὶ ἐσ περιπάτουσ ἄγειν‧ καὶ τρίψει ἡσύχῳ χρέο, ἵνα μὴ πυκνώσῃσ τὴν ἕξιν‧ ἢν δὲ κλινοπετὴσ ᾖ, ἄλλοι τριβέτωσαν αὐτόν‧ κἢν μὲν ἐν τῷ θώρηκι ὑπὲρ τῶν φρενῶν λυπέῃ τὸ πάθοσ, αὐτὸν ἀνακαθίζειν ὡσ πλειστάκισ, καὶ ὡσ ἥκιστα προσκλινέσθωσαν ἐσ ὅτε δυνατοί εἰσι, καὶ καθίζοντα ἀνατρίβειν μιν πουλὺν χρόνον πολλῷ θερμῷ‧ ἢν δὲ ἐν τῇ κάτω κοιλίῃ ὑπὸ φρένασ ἴσχῃ τὰ ἀλγήματα, ἀνακέεσθαι ξυμφέρει, καὶ μηδεμίην κίνησιν κινέεσθαι‧ τῷ τοιῷδε σώματι μηδὲν προσφέρεσθαι, ἔξω τῆσ ἀνατρίψιοσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 25.2)
  • ἐταλαιπώρει γὰρ ὑπὸ τραύματοσ ἐξαισίου καὶ ἦν κλινοπετήσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 13 7:1)
  • ὑποφαίνοντοσ δὲ πάλιν τοῦ ἦροσ ὁ μὲν Ἀγησίλαοσ κλινοπετὴσ ἦν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 69:1)

Synonyms

  1. bed-ridden

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION