Ancient Greek-English Dictionary Language

κηρόδετος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κηρόδετος κηρόδετη κηρόδετον

Structure: κηροδετ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: de/w

Sense

  1. wax-bound

Examples

  • Εὐφορίων δ’ ὁ ἐποποιὸσ ἐν τῷ περὶ μελοποιῶν τὴν μὲν μονοκάλαμον σύριγγα Ἑρμῆν εὑρεῖν, τινὰσ δ’ ἱστορεῖν Σεύθην καὶ Ῥωνάκην τοὺσ Μαιδούσ,2 τὴν δὲ πολυκάλαμον Σιληνόν, Μαρσύαν δὲ τὴν κηρόδετον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 82 2:3)
  • κἠγὼ πακτίδ’ ἀειράμενοσ ἀρξεῦμαί τι κρέκειν, ὁ δὲ βουκόλοσ ἄμμιγα θελξεῖ Δάφνισ, κηροδέτῳ πνεύματι μελπόμενοσ. (Theocritus, Idylls2)
  • οὐδὲ μάτην ἁπαλοῖσ περὶ χείλεσιν ἑσμὸσ ἐκεῖνοσ ἔπλασε κηρόδετον, Πίνδαρε, σεῖο μέλι. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3052)
  • ὁ δὲ βωκόλοσ ἐγγύθεν ᾀσεῖ Δάφνισ, κηροδέτῳ πνεύματι μελπόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4333)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION