헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατόρθωσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατόρθωσις κατόρθωσεως

형태분석: κατορθωσι (어간) + ς (어미)

어원: from katorqo/w

  1. 성공, 운, 행운, 반환
  1. a setting straight: successful accomplishment, success

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατόρθωσις

성공이

κατορθώσει

성공들이

κατορθώσεις

성공들이

속격 κατορθώσεως

성공의

κατορθώσοιν

성공들의

κατορθώσεων

성공들의

여격 κατορθώσει

성공에게

κατορθώσοιν

성공들에게

κατορθώσεσιν*

성공들에게

대격 κατόρθωσιν

성공을

κατορθώσει

성공들을

κατορθώσεις

성공들을

호격 κατόρθωσι

성공아

κατορθώσει

성공들아

κατορθώσεις

성공들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτεροσ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ̣ ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺσ λόγουσ σου. (Septuagint, Liber Psalmorum 118:9)

    (70인역 성경, 시편 118:9)

  • οὐ κατορθώσει ἄνθρωποσ ἐξ ἀνόμου, αἱ δὲ ρίζαι τῶν δικαίων οὐκ ἐξαρθήσονται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:3)

    (70인역 성경, 잠언 12:3)

  • κτεῖνε ἀσεβεῖσ ἐκ προσώπου βασιλέωσ, καὶ κατορθώσει ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνοσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 25:5)

    (70인역 성경, 잠언 25:5)

  • οἶδα, Κύριε, ὅτι οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸσ αὐτοῦ, οὐδὲ ἀνὴρ πορεύσεται καὶ κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ieremiae 10:19)

    (70인역 성경, 예레미야서 10:19)

  • καὶ ἔχοντεσ δὲ ἐναντίωσ τῷ ὀργίζεσθαι δῆλον ὅτι πρᾶοί εἰσιν, οἱο͂ν ἐν παιδιᾷ, ἐν γέλωτι, ἐν ἑορτῇ, ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, ἐν πληρώσει, ὅλωσ ἐν ἀλυπίᾳ καὶ ἡδονῇ μὴ ὑβριστικῇ καὶ ἐν ἐλπίδι ἐπιεικεῖ. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 3 12:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 3 12:2)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION