헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοργιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοργιάζω

형태분석: κατ (접두사) + ὀργιάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from katorga/s

  1. to initiate in orgies

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοργιάζω

κατοργιάζεις

κατοργιάζει

쌍수 κατοργιάζετον

κατοργιάζετον

복수 κατοργιάζομεν

κατοργιάζετε

κατοργιάζουσιν*

접속법단수 κατοργιάζω

κατοργιάζῃς

κατοργιάζῃ

쌍수 κατοργιάζητον

κατοργιάζητον

복수 κατοργιάζωμεν

κατοργιάζητε

κατοργιάζωσιν*

기원법단수 κατοργιάζοιμι

κατοργιάζοις

κατοργιάζοι

쌍수 κατοργιάζοιτον

κατοργιαζοίτην

복수 κατοργιάζοιμεν

κατοργιάζοιτε

κατοργιάζοιεν

명령법단수 κατοργίαζε

κατοργιαζέτω

쌍수 κατοργιάζετον

κατοργιαζέτων

복수 κατοργιάζετε

κατοργιαζόντων, κατοργιαζέτωσαν

부정사 κατοργιάζειν

분사 남성여성중성
κατοργιαζων

κατοργιαζοντος

κατοργιαζουσα

κατοργιαζουσης

κατοργιαζον

κατοργιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοργιάζομαι

κατοργιάζει, κατοργιάζῃ

κατοργιάζεται

쌍수 κατοργιάζεσθον

κατοργιάζεσθον

복수 κατοργιαζόμεθα

κατοργιάζεσθε

κατοργιάζονται

접속법단수 κατοργιάζωμαι

κατοργιάζῃ

κατοργιάζηται

쌍수 κατοργιάζησθον

κατοργιάζησθον

복수 κατοργιαζώμεθα

κατοργιάζησθε

κατοργιάζωνται

기원법단수 κατοργιαζοίμην

κατοργιάζοιο

κατοργιάζοιτο

쌍수 κατοργιάζοισθον

κατοργιαζοίσθην

복수 κατοργιαζοίμεθα

κατοργιάζοισθε

κατοργιάζοιντο

명령법단수 κατοργιάζου

κατοργιαζέσθω

쌍수 κατοργιάζεσθον

κατοργιαζέσθων

복수 κατοργιάζεσθε

κατοργιαζέσθων, κατοργιαζέσθωσαν

부정사 κατοργιάζεσθαι

분사 남성여성중성
κατοργιαζομενος

κατοργιαζομενου

κατοργιαζομενη

κατοργιαζομενης

κατοργιαζομενον

κατοργιαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to initiate in orgies

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION