헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατολολύζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατολολύζω κατολολύξω

형태분석: κατ (접두사) + ὀλολύζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shriek over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατολολύζω

κατολολύζεις

κατολολύζει

쌍수 κατολολύζετον

κατολολύζετον

복수 κατολολύζομεν

κατολολύζετε

κατολολύζουσιν*

접속법단수 κατολολύζω

κατολολύζῃς

κατολολύζῃ

쌍수 κατολολύζητον

κατολολύζητον

복수 κατολολύζωμεν

κατολολύζητε

κατολολύζωσιν*

기원법단수 κατολολύζοιμι

κατολολύζοις

κατολολύζοι

쌍수 κατολολύζοιτον

κατολολυζοίτην

복수 κατολολύζοιμεν

κατολολύζοιτε

κατολολύζοιεν

명령법단수 κατολόλυζε

κατολολυζέτω

쌍수 κατολολύζετον

κατολολυζέτων

복수 κατολολύζετε

κατολολυζόντων, κατολολυζέτωσαν

부정사 κατολολύζειν

분사 남성여성중성
κατολολυζων

κατολολυζοντος

κατολολυζουσα

κατολολυζουσης

κατολολυζον

κατολολυζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατολολύζομαι

κατολολύζει, κατολολύζῃ

κατολολύζεται

쌍수 κατολολύζεσθον

κατολολύζεσθον

복수 κατολολυζόμεθα

κατολολύζεσθε

κατολολύζονται

접속법단수 κατολολύζωμαι

κατολολύζῃ

κατολολύζηται

쌍수 κατολολύζησθον

κατολολύζησθον

복수 κατολολυζώμεθα

κατολολύζησθε

κατολολύζωνται

기원법단수 κατολολυζοίμην

κατολολύζοιο

κατολολύζοιτο

쌍수 κατολολύζοισθον

κατολολυζοίσθην

복수 κατολολυζοίμεθα

κατολολύζοισθε

κατολολύζοιντο

명령법단수 κατολολύζου

κατολολυζέσθω

쌍수 κατολολύζεσθον

κατολολυζέσθων

복수 κατολολύζεσθε

κατολολυζέσθων, κατολολυζέσθωσαν

부정사 κατολολύζεσθαι

분사 남성여성중성
κατολολυζομενος

κατολολυζομενου

κατολολυζομενη

κατολολυζομενης

κατολολυζομενον

κατολολυζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shriek over

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION