- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοκώχιμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: katokōchimos 고전 발음: [까또꼬:키모] 신약 발음: [까또꼬키모]

기본형: κατοκώχιμος κατοκώχιμη κατοκώχιμον

형태분석: κατοκωχιμ (어간) + ος (어미)

어원: from κατοκωχή

  1. capable of being possessed

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κατοκώχιμος

(이)가

κατοκωχίμη

(이)가

κατοκώχιμον

(것)가

속격 κατοκωχίμου

(이)의

κατοκωχίμης

(이)의

κατοκωχίμου

(것)의

여격 κατοκωχίμῳ

(이)에게

κατοκωχίμῃ

(이)에게

κατοκωχίμῳ

(것)에게

대격 κατοκώχιμον

(이)를

κατοκωχίμην

(이)를

κατοκώχιμον

(것)를

호격 κατοκώχιμε

(이)야

κατοκωχίμη

(이)야

κατοκώχιμον

(것)야

쌍수주/대/호 κατοκωχίμω

(이)들이

κατοκωχίμα

(이)들이

κατοκωχίμω

(것)들이

속/여 κατοκωχίμοιν

(이)들의

κατοκωχίμαιν

(이)들의

κατοκωχίμοιν

(것)들의

복수주격 κατοκώχιμοι

(이)들이

κατοκώχιμαι

(이)들이

κατοκώχιμα

(것)들이

속격 κατοκωχίμων

(이)들의

κατοκωχιμῶν

(이)들의

κατοκωχίμων

(것)들의

여격 κατοκωχίμοις

(이)들에게

κατοκωχίμαις

(이)들에게

κατοκωχίμοις

(것)들에게

대격 κατοκωχίμους

(이)들을

κατοκωχίμας

(이)들을

κατοκώχιμα

(것)들을

호격 κατοκώχιμοι

(이)들아

κατοκώχιμαι

(이)들아

κατοκώχιμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν δὲ φαίνονται προτρέψασθαι μὲν καὶ παρορμῆσαι τῶν νέων τοὺς ἐλευθερίους ἰσχύειν, ἦθός τ εὐγενὲς καὶ ὡς ἀληθῶς φιλόκαλον ποιῆσαι ἂν κατοκώχιμον ἐκ τῆς ἀρετῆς, τοὺς δὲ πολλοὺς ἀδυνατεῖν πρὸς καλοκαγαθίαν προτρέψασθαι: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 129:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 129:1)

  • ἢ γὰρ πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων ὁμιλίαν ἢ πρὸς τὴν τῶν γυναικῶν φαίνονται κατοκώχιμοι πάντες οἱ τοιοῦτοι. (Aristotle, Politics, Book 2 208:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 2 208:2)

유의어

  1. capable of being possessed

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION