헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταχρυσόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταχρυσόω καταχρυσώσω

형태분석: κατα (접두사) + χρυσό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 도금하다, 금을 입히다
  1. to cover with gold-leaf, gild
  2. to make golden, splendid

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρύσω

(나는) 도금한다

καταχρύσοις

(너는) 도금한다

καταχρύσοι

(그는) 도금한다

쌍수 καταχρύσουτον

(너희 둘은) 도금한다

καταχρύσουτον

(그 둘은) 도금한다

복수 καταχρύσουμεν

(우리는) 도금한다

καταχρύσουτε

(너희는) 도금한다

καταχρύσουσιν*

(그들은) 도금한다

접속법단수 καταχρύσω

(나는) 도금하자

καταχρύσοις

(너는) 도금하자

καταχρύσοι

(그는) 도금하자

쌍수 καταχρύσωτον

(너희 둘은) 도금하자

καταχρύσωτον

(그 둘은) 도금하자

복수 καταχρύσωμεν

(우리는) 도금하자

καταχρύσωτε

(너희는) 도금하자

καταχρύσωσιν*

(그들은) 도금하자

기원법단수 καταχρύσοιμι

(나는) 도금하기를 (바라다)

καταχρύσοις

(너는) 도금하기를 (바라다)

καταχρύσοι

(그는) 도금하기를 (바라다)

쌍수 καταχρύσοιτον

(너희 둘은) 도금하기를 (바라다)

καταχρυσοίτην

(그 둘은) 도금하기를 (바라다)

복수 καταχρύσοιμεν

(우리는) 도금하기를 (바라다)

καταχρύσοιτε

(너희는) 도금하기를 (바라다)

καταχρύσοιεν

(그들은) 도금하기를 (바라다)

명령법단수 καταχρῦσου

(너는) 도금해라

καταχρυσοῦτω

(그는) 도금해라

쌍수 καταχρύσουτον

(너희 둘은) 도금해라

καταχρυσοῦτων

(그 둘은) 도금해라

복수 καταχρύσουτε

(너희는) 도금해라

καταχρυσοῦντων, καταχρυσοῦτωσαν

(그들은) 도금해라

부정사 καταχρύσουν

도금하는 것

분사 남성여성중성
καταχρυσων

καταχρυσουντος

καταχρυσουσα

καταχρυσουσης

καταχρυσουν

καταχρυσουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρύσουμαι

(나는) 도금된다

καταχρύσοι

(너는) 도금된다

καταχρύσουται

(그는) 도금된다

쌍수 καταχρύσουσθον

(너희 둘은) 도금된다

καταχρύσουσθον

(그 둘은) 도금된다

복수 καταχρυσοῦμεθα

(우리는) 도금된다

καταχρύσουσθε

(너희는) 도금된다

καταχρύσουνται

(그들은) 도금된다

접속법단수 καταχρύσωμαι

(나는) 도금되자

καταχρύσοι

(너는) 도금되자

καταχρύσωται

(그는) 도금되자

쌍수 καταχρύσωσθον

(너희 둘은) 도금되자

καταχρύσωσθον

(그 둘은) 도금되자

복수 καταχρυσώμεθα

(우리는) 도금되자

καταχρύσωσθε

(너희는) 도금되자

καταχρύσωνται

(그들은) 도금되자

기원법단수 καταχρυσοίμην

(나는) 도금되기를 (바라다)

καταχρύσοιο

(너는) 도금되기를 (바라다)

καταχρύσοιτο

(그는) 도금되기를 (바라다)

쌍수 καταχρύσοισθον

(너희 둘은) 도금되기를 (바라다)

καταχρυσοίσθην

(그 둘은) 도금되기를 (바라다)

복수 καταχρυσοίμεθα

(우리는) 도금되기를 (바라다)

καταχρύσοισθε

(너희는) 도금되기를 (바라다)

καταχρύσοιντο

(그들은) 도금되기를 (바라다)

명령법단수 καταχρύσου

(너는) 도금되어라

καταχρυσοῦσθω

(그는) 도금되어라

쌍수 καταχρύσουσθον

(너희 둘은) 도금되어라

καταχρυσοῦσθων

(그 둘은) 도금되어라

복수 καταχρύσουσθε

(너희는) 도금되어라

καταχρυσοῦσθων, καταχρυσοῦσθωσαν

(그들은) 도금되어라

부정사 καταχρύσουσθαι

도금되는 것

분사 남성여성중성
καταχρυσουμενος

καταχρυσουμενου

καταχρυσουμενη

καταχρυσουμενης

καταχρυσουμενον

καταχρυσουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρυσώσω

(나는) 도금하겠다

καταχρυσώσεις

(너는) 도금하겠다

καταχρυσώσει

(그는) 도금하겠다

쌍수 καταχρυσώσετον

(너희 둘은) 도금하겠다

καταχρυσώσετον

(그 둘은) 도금하겠다

복수 καταχρυσώσομεν

(우리는) 도금하겠다

καταχρυσώσετε

(너희는) 도금하겠다

καταχρυσώσουσιν*

(그들은) 도금하겠다

기원법단수 καταχρυσώσοιμι

(나는) 도금하겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοις

(너는) 도금하겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοι

(그는) 도금하겠기를 (바라다)

쌍수 καταχρυσώσοιτον

(너희 둘은) 도금하겠기를 (바라다)

καταχρυσωσοίτην

(그 둘은) 도금하겠기를 (바라다)

복수 καταχρυσώσοιμεν

(우리는) 도금하겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοιτε

(너희는) 도금하겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοιεν

(그들은) 도금하겠기를 (바라다)

부정사 καταχρυσώσειν

도금할 것

분사 남성여성중성
καταχρυσωσων

καταχρυσωσοντος

καταχρυσωσουσα

καταχρυσωσουσης

καταχρυσωσον

καταχρυσωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρυσώσομαι

(나는) 도금되겠다

καταχρυσώσει, καταχρυσώσῃ

(너는) 도금되겠다

καταχρυσώσεται

(그는) 도금되겠다

쌍수 καταχρυσώσεσθον

(너희 둘은) 도금되겠다

καταχρυσώσεσθον

(그 둘은) 도금되겠다

복수 καταχρυσωσόμεθα

(우리는) 도금되겠다

καταχρυσώσεσθε

(너희는) 도금되겠다

καταχρυσώσονται

(그들은) 도금되겠다

기원법단수 καταχρυσωσοίμην

(나는) 도금되겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοιο

(너는) 도금되겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοιτο

(그는) 도금되겠기를 (바라다)

쌍수 καταχρυσώσοισθον

(너희 둘은) 도금되겠기를 (바라다)

καταχρυσωσοίσθην

(그 둘은) 도금되겠기를 (바라다)

복수 καταχρυσωσοίμεθα

(우리는) 도금되겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοισθε

(너희는) 도금되겠기를 (바라다)

καταχρυσώσοιντο

(그들은) 도금되겠기를 (바라다)

부정사 καταχρυσώσεσθαι

도금될 것

분사 남성여성중성
καταχρυσωσομενος

καταχρυσωσομενου

καταχρυσωσομενη

καταχρυσωσομενης

καταχρυσωσομενον

καταχρυσωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχρῦσουν

(나는) 도금하고 있었다

κατεχρῦσους

(너는) 도금하고 있었다

κατεχρῦσουν*

(그는) 도금하고 있었다

쌍수 κατεχρύσουτον

(너희 둘은) 도금하고 있었다

κατεχρυσοῦτην

(그 둘은) 도금하고 있었다

복수 κατεχρύσουμεν

(우리는) 도금하고 있었다

κατεχρύσουτε

(너희는) 도금하고 있었다

κατεχρῦσουν

(그들은) 도금하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχρυσοῦμην

(나는) 도금되고 있었다

κατεχρύσου

(너는) 도금되고 있었다

κατεχρύσουτο

(그는) 도금되고 있었다

쌍수 κατεχρύσουσθον

(너희 둘은) 도금되고 있었다

κατεχρυσοῦσθην

(그 둘은) 도금되고 있었다

복수 κατεχρυσοῦμεθα

(우리는) 도금되고 있었다

κατεχρύσουσθε

(너희는) 도금되고 있었다

κατεχρύσουντο

(그들은) 도금되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἦπου καταχρυσώσομεν τὰ ὅπλα, καὶ τὴν ἀσπίδα πορφύρᾳ συμμεμιγμένῃ πρὸσ χρυσίον, ὥσπερ Νικίασ ὁ Ἀθηναῖοσ, διαποικιλοῦμεν; (Plutarch, De genio Socratis, section 14 2:6)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 14 2:6)

유의어

  1. to make golden

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION