헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταχορηγέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταχορηγέω καταχορηγήσω

형태분석: κατα (접두사) + χορηγέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낭비하다, 헤프게 쓰다, 뿌리다, 탕진하다
  1. to lavish as, to spend lavishly, squander

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχορήγω

(나는) 낭비한다

καταχορήγεις

(너는) 낭비한다

καταχορήγει

(그는) 낭비한다

쌍수 καταχορήγειτον

(너희 둘은) 낭비한다

καταχορήγειτον

(그 둘은) 낭비한다

복수 καταχορήγουμεν

(우리는) 낭비한다

καταχορήγειτε

(너희는) 낭비한다

καταχορήγουσιν*

(그들은) 낭비한다

접속법단수 καταχορήγω

(나는) 낭비하자

καταχορήγῃς

(너는) 낭비하자

καταχορήγῃ

(그는) 낭비하자

쌍수 καταχορήγητον

(너희 둘은) 낭비하자

καταχορήγητον

(그 둘은) 낭비하자

복수 καταχορήγωμεν

(우리는) 낭비하자

καταχορήγητε

(너희는) 낭비하자

καταχορήγωσιν*

(그들은) 낭비하자

기원법단수 καταχορήγοιμι

(나는) 낭비하기를 (바라다)

καταχορήγοις

(너는) 낭비하기를 (바라다)

καταχορήγοι

(그는) 낭비하기를 (바라다)

쌍수 καταχορήγοιτον

(너희 둘은) 낭비하기를 (바라다)

καταχορηγοίτην

(그 둘은) 낭비하기를 (바라다)

복수 καταχορήγοιμεν

(우리는) 낭비하기를 (바라다)

καταχορήγοιτε

(너희는) 낭비하기를 (바라다)

καταχορήγοιεν

(그들은) 낭비하기를 (바라다)

명령법단수 καταχορῆγει

(너는) 낭비해라

καταχορηγεῖτω

(그는) 낭비해라

쌍수 καταχορήγειτον

(너희 둘은) 낭비해라

καταχορηγεῖτων

(그 둘은) 낭비해라

복수 καταχορήγειτε

(너희는) 낭비해라

καταχορηγοῦντων, καταχορηγεῖτωσαν

(그들은) 낭비해라

부정사 καταχορήγειν

낭비하는 것

분사 남성여성중성
καταχορηγων

καταχορηγουντος

καταχορηγουσα

καταχορηγουσης

καταχορηγουν

καταχορηγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχορήγουμαι

(나는) 낭비된다

καταχορήγει, καταχορήγῃ

(너는) 낭비된다

καταχορήγειται

(그는) 낭비된다

쌍수 καταχορήγεισθον

(너희 둘은) 낭비된다

καταχορήγεισθον

(그 둘은) 낭비된다

복수 καταχορηγοῦμεθα

(우리는) 낭비된다

καταχορήγεισθε

(너희는) 낭비된다

καταχορήγουνται

(그들은) 낭비된다

접속법단수 καταχορήγωμαι

(나는) 낭비되자

καταχορήγῃ

(너는) 낭비되자

καταχορήγηται

(그는) 낭비되자

쌍수 καταχορήγησθον

(너희 둘은) 낭비되자

καταχορήγησθον

(그 둘은) 낭비되자

복수 καταχορηγώμεθα

(우리는) 낭비되자

καταχορήγησθε

(너희는) 낭비되자

καταχορήγωνται

(그들은) 낭비되자

기원법단수 καταχορηγοίμην

(나는) 낭비되기를 (바라다)

καταχορήγοιο

(너는) 낭비되기를 (바라다)

καταχορήγοιτο

(그는) 낭비되기를 (바라다)

쌍수 καταχορήγοισθον

(너희 둘은) 낭비되기를 (바라다)

καταχορηγοίσθην

(그 둘은) 낭비되기를 (바라다)

복수 καταχορηγοίμεθα

(우리는) 낭비되기를 (바라다)

καταχορήγοισθε

(너희는) 낭비되기를 (바라다)

καταχορήγοιντο

(그들은) 낭비되기를 (바라다)

명령법단수 καταχορήγου

(너는) 낭비되어라

καταχορηγεῖσθω

(그는) 낭비되어라

쌍수 καταχορήγεισθον

(너희 둘은) 낭비되어라

καταχορηγεῖσθων

(그 둘은) 낭비되어라

복수 καταχορήγεισθε

(너희는) 낭비되어라

καταχορηγεῖσθων, καταχορηγεῖσθωσαν

(그들은) 낭비되어라

부정사 καταχορήγεισθαι

낭비되는 것

분사 남성여성중성
καταχορηγουμενος

καταχορηγουμενου

καταχορηγουμενη

καταχορηγουμενης

καταχορηγουμενον

καταχορηγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχορηγήσω

(나는) 낭비하겠다

καταχορηγήσεις

(너는) 낭비하겠다

καταχορηγήσει

(그는) 낭비하겠다

쌍수 καταχορηγήσετον

(너희 둘은) 낭비하겠다

καταχορηγήσετον

(그 둘은) 낭비하겠다

복수 καταχορηγήσομεν

(우리는) 낭비하겠다

καταχορηγήσετε

(너희는) 낭비하겠다

καταχορηγήσουσιν*

(그들은) 낭비하겠다

기원법단수 καταχορηγήσοιμι

(나는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοις

(너는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοι

(그는) 낭비하겠기를 (바라다)

쌍수 καταχορηγήσοιτον

(너희 둘은) 낭비하겠기를 (바라다)

καταχορηγησοίτην

(그 둘은) 낭비하겠기를 (바라다)

복수 καταχορηγήσοιμεν

(우리는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοιτε

(너희는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοιεν

(그들은) 낭비하겠기를 (바라다)

부정사 καταχορηγήσειν

낭비할 것

분사 남성여성중성
καταχορηγησων

καταχορηγησοντος

καταχορηγησουσα

καταχορηγησουσης

καταχορηγησον

καταχορηγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχορηγήσομαι

(나는) 낭비되겠다

καταχορηγήσει, καταχορηγήσῃ

(너는) 낭비되겠다

καταχορηγήσεται

(그는) 낭비되겠다

쌍수 καταχορηγήσεσθον

(너희 둘은) 낭비되겠다

καταχορηγήσεσθον

(그 둘은) 낭비되겠다

복수 καταχορηγησόμεθα

(우리는) 낭비되겠다

καταχορηγήσεσθε

(너희는) 낭비되겠다

καταχορηγήσονται

(그들은) 낭비되겠다

기원법단수 καταχορηγησοίμην

(나는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοιο

(너는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοιτο

(그는) 낭비되겠기를 (바라다)

쌍수 καταχορηγήσοισθον

(너희 둘은) 낭비되겠기를 (바라다)

καταχορηγησοίσθην

(그 둘은) 낭비되겠기를 (바라다)

복수 καταχορηγησοίμεθα

(우리는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοισθε

(너희는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταχορηγήσοιντο

(그들은) 낭비되겠기를 (바라다)

부정사 καταχορηγήσεσθαι

낭비될 것

분사 남성여성중성
καταχορηγησομενος

καταχορηγησομενου

καταχορηγησομενη

καταχορηγησομενης

καταχορηγησομενον

καταχορηγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχορῆγουν

(나는) 낭비하고 있었다

κατεχορῆγεις

(너는) 낭비하고 있었다

κατεχορῆγειν*

(그는) 낭비하고 있었다

쌍수 κατεχορήγειτον

(너희 둘은) 낭비하고 있었다

κατεχορηγεῖτην

(그 둘은) 낭비하고 있었다

복수 κατεχορήγουμεν

(우리는) 낭비하고 있었다

κατεχορήγειτε

(너희는) 낭비하고 있었다

κατεχορῆγουν

(그들은) 낭비하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχορηγοῦμην

(나는) 낭비되고 있었다

κατεχορήγου

(너는) 낭비되고 있었다

κατεχορήγειτο

(그는) 낭비되고 있었다

쌍수 κατεχορήγεισθον

(너희 둘은) 낭비되고 있었다

κατεχορηγεῖσθην

(그 둘은) 낭비되고 있었다

복수 κατεχορηγοῦμεθα

(우리는) 낭비되고 있었다

κατεχορήγεισθε

(너희는) 낭비되고 있었다

κατεχορήγουντο

(그들은) 낭비되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 낭비하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION