헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταχαλαζάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταχαλαζάω καταχαλαζήσω

형태분석: κατα (접두사) + χαλαζά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to shower down like hail upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαλάζω

καταχαλάζᾳς

καταχαλάζᾳ

쌍수 καταχαλάζᾱτον

καταχαλάζᾱτον

복수 καταχαλάζωμεν

καταχαλάζᾱτε

καταχαλάζωσιν*

접속법단수 καταχαλάζω

καταχαλάζῃς

καταχαλάζῃ

쌍수 καταχαλάζητον

καταχαλάζητον

복수 καταχαλάζωμεν

καταχαλάζητε

καταχαλάζωσιν*

기원법단수 καταχαλάζῳμι

καταχαλάζῳς

καταχαλάζῳ

쌍수 καταχαλάζῳτον

καταχαλαζῷτην

복수 καταχαλάζῳμεν

καταχαλάζῳτε

καταχαλάζῳεν

명령법단수 καταχαλᾶζᾱ

καταχαλαζᾶτω

쌍수 καταχαλάζᾱτον

καταχαλαζᾶτων

복수 καταχαλάζᾱτε

καταχαλαζῶντων, καταχαλαζᾶτωσαν

부정사 καταχαλάζᾱν

분사 남성여성중성
καταχαλαζων

καταχαλαζωντος

καταχαλαζωσα

καταχαλαζωσης

καταχαλαζων

καταχαλαζωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαλάζωμαι

καταχαλάζᾳ

καταχαλάζᾱται

쌍수 καταχαλάζᾱσθον

καταχαλάζᾱσθον

복수 καταχαλαζῶμεθα

καταχαλάζᾱσθε

καταχαλάζωνται

접속법단수 καταχαλάζωμαι

καταχαλάζῃ

καταχαλάζηται

쌍수 καταχαλάζησθον

καταχαλάζησθον

복수 καταχαλαζώμεθα

καταχαλάζησθε

καταχαλάζωνται

기원법단수 καταχαλαζῷμην

καταχαλάζῳο

καταχαλάζῳτο

쌍수 καταχαλάζῳσθον

καταχαλαζῷσθην

복수 καταχαλαζῷμεθα

καταχαλάζῳσθε

καταχαλάζῳντο

명령법단수 καταχαλάζω

καταχαλαζᾶσθω

쌍수 καταχαλάζᾱσθον

καταχαλαζᾶσθων

복수 καταχαλάζᾱσθε

καταχαλαζᾶσθων, καταχαλαζᾶσθωσαν

부정사 καταχαλάζᾱσθαι

분사 남성여성중성
καταχαλαζωμενος

καταχαλαζωμενου

καταχαλαζωμενη

καταχαλαζωμενης

καταχαλαζωμενον

καταχαλαζωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαλαζήσω

καταχαλαζήσεις

καταχαλαζήσει

쌍수 καταχαλαζήσετον

καταχαλαζήσετον

복수 καταχαλαζήσομεν

καταχαλαζήσετε

καταχαλαζήσουσιν*

기원법단수 καταχαλαζήσοιμι

καταχαλαζήσοις

καταχαλαζήσοι

쌍수 καταχαλαζήσοιτον

καταχαλαζησοίτην

복수 καταχαλαζήσοιμεν

καταχαλαζήσοιτε

καταχαλαζήσοιεν

부정사 καταχαλαζήσειν

분사 남성여성중성
καταχαλαζησων

καταχαλαζησοντος

καταχαλαζησουσα

καταχαλαζησουσης

καταχαλαζησον

καταχαλαζησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχαλαζήσομαι

καταχαλαζήσει, καταχαλαζήσῃ

καταχαλαζήσεται

쌍수 καταχαλαζήσεσθον

καταχαλαζήσεσθον

복수 καταχαλαζησόμεθα

καταχαλαζήσεσθε

καταχαλαζήσονται

기원법단수 καταχαλαζησοίμην

καταχαλαζήσοιο

καταχαλαζήσοιτο

쌍수 καταχαλαζήσοισθον

καταχαλαζησοίσθην

복수 καταχαλαζησοίμεθα

καταχαλαζήσοισθε

καταχαλαζήσοιντο

부정사 καταχαλαζήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταχαλαζησομενος

καταχαλαζησομενου

καταχαλαζησομενη

καταχαλαζησομενης

καταχαλαζησομενον

καταχαλαζησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to shower down like hail upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION