헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστρατοπεδεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστρατοπεδεύω καταστρατοπεδεύσω

형태분석: κατα (접두사) + στρατοπεδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둔치다, 설립하다, 배치하다, 설치하다
  1. to put into cantonments, encamp, to station
  2. to take up quarters, encamp

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρατοπεδεύω

(나는) 둔친다

καταστρατοπεδεύεις

(너는) 둔친다

καταστρατοπεδεύει

(그는) 둔친다

쌍수 καταστρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 둔친다

καταστρατοπεδεύετον

(그 둘은) 둔친다

복수 καταστρατοπεδεύομεν

(우리는) 둔친다

καταστρατοπεδεύετε

(너희는) 둔친다

καταστρατοπεδεύουσιν*

(그들은) 둔친다

접속법단수 καταστρατοπεδεύω

(나는) 둔치자

καταστρατοπεδεύῃς

(너는) 둔치자

καταστρατοπεδεύῃ

(그는) 둔치자

쌍수 καταστρατοπεδεύητον

(너희 둘은) 둔치자

καταστρατοπεδεύητον

(그 둘은) 둔치자

복수 καταστρατοπεδεύωμεν

(우리는) 둔치자

καταστρατοπεδεύητε

(너희는) 둔치자

καταστρατοπεδεύωσιν*

(그들은) 둔치자

기원법단수 καταστρατοπεδεύοιμι

(나는) 둔치기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοις

(너는) 둔치기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοι

(그는) 둔치기를 (바라다)

쌍수 καταστρατοπεδεύοιτον

(너희 둘은) 둔치기를 (바라다)

καταστρατοπεδευοίτην

(그 둘은) 둔치기를 (바라다)

복수 καταστρατοπεδεύοιμεν

(우리는) 둔치기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοιτε

(너희는) 둔치기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοιεν

(그들은) 둔치기를 (바라다)

명령법단수 καταστρατοπέδευε

(너는) 둔쳐라

καταστρατοπεδευέτω

(그는) 둔쳐라

쌍수 καταστρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 둔쳐라

καταστρατοπεδευέτων

(그 둘은) 둔쳐라

복수 καταστρατοπεδεύετε

(너희는) 둔쳐라

καταστρατοπεδευόντων, καταστρατοπεδευέτωσαν

(그들은) 둔쳐라

부정사 καταστρατοπεδεύειν

둔치는 것

분사 남성여성중성
καταστρατοπεδευων

καταστρατοπεδευοντος

καταστρατοπεδευουσα

καταστρατοπεδευουσης

καταστρατοπεδευον

καταστρατοπεδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρατοπεδεύομαι

(나는) 둔쳐진다

καταστρατοπεδεύει, καταστρατοπεδεύῃ

(너는) 둔쳐진다

καταστρατοπεδεύεται

(그는) 둔쳐진다

쌍수 καταστρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 둔쳐진다

καταστρατοπεδεύεσθον

(그 둘은) 둔쳐진다

복수 καταστρατοπεδευόμεθα

(우리는) 둔쳐진다

καταστρατοπεδεύεσθε

(너희는) 둔쳐진다

καταστρατοπεδεύονται

(그들은) 둔쳐진다

접속법단수 καταστρατοπεδεύωμαι

(나는) 둔쳐지자

καταστρατοπεδεύῃ

(너는) 둔쳐지자

καταστρατοπεδεύηται

(그는) 둔쳐지자

쌍수 καταστρατοπεδεύησθον

(너희 둘은) 둔쳐지자

καταστρατοπεδεύησθον

(그 둘은) 둔쳐지자

복수 καταστρατοπεδευώμεθα

(우리는) 둔쳐지자

καταστρατοπεδεύησθε

(너희는) 둔쳐지자

καταστρατοπεδεύωνται

(그들은) 둔쳐지자

기원법단수 καταστρατοπεδευοίμην

(나는) 둔쳐지기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοιο

(너는) 둔쳐지기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοιτο

(그는) 둔쳐지기를 (바라다)

쌍수 καταστρατοπεδεύοισθον

(너희 둘은) 둔쳐지기를 (바라다)

καταστρατοπεδευοίσθην

(그 둘은) 둔쳐지기를 (바라다)

복수 καταστρατοπεδευοίμεθα

(우리는) 둔쳐지기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοισθε

(너희는) 둔쳐지기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύοιντο

(그들은) 둔쳐지기를 (바라다)

명령법단수 καταστρατοπεδεύου

(너는) 둔쳐져라

καταστρατοπεδευέσθω

(그는) 둔쳐져라

쌍수 καταστρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 둔쳐져라

καταστρατοπεδευέσθων

(그 둘은) 둔쳐져라

복수 καταστρατοπεδεύεσθε

(너희는) 둔쳐져라

καταστρατοπεδευέσθων, καταστρατοπεδευέσθωσαν

(그들은) 둔쳐져라

부정사 καταστρατοπεδεύεσθαι

둔쳐지는 것

분사 남성여성중성
καταστρατοπεδευομενος

καταστρατοπεδευομενου

καταστρατοπεδευομενη

καταστρατοπεδευομενης

καταστρατοπεδευομενον

καταστρατοπεδευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρατοπεδεύσω

(나는) 둔치겠다

καταστρατοπεδεύσεις

(너는) 둔치겠다

καταστρατοπεδεύσει

(그는) 둔치겠다

쌍수 καταστρατοπεδεύσετον

(너희 둘은) 둔치겠다

καταστρατοπεδεύσετον

(그 둘은) 둔치겠다

복수 καταστρατοπεδεύσομεν

(우리는) 둔치겠다

καταστρατοπεδεύσετε

(너희는) 둔치겠다

καταστρατοπεδεύσουσιν*

(그들은) 둔치겠다

기원법단수 καταστρατοπεδεύσοιμι

(나는) 둔치겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοις

(너는) 둔치겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοι

(그는) 둔치겠기를 (바라다)

쌍수 καταστρατοπεδεύσοιτον

(너희 둘은) 둔치겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδευσοίτην

(그 둘은) 둔치겠기를 (바라다)

복수 καταστρατοπεδεύσοιμεν

(우리는) 둔치겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοιτε

(너희는) 둔치겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοιεν

(그들은) 둔치겠기를 (바라다)

부정사 καταστρατοπεδεύσειν

둔칠 것

분사 남성여성중성
καταστρατοπεδευσων

καταστρατοπεδευσοντος

καταστρατοπεδευσουσα

καταστρατοπεδευσουσης

καταστρατοπεδευσον

καταστρατοπεδευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστρατοπεδεύσομαι

(나는) 둔쳐지겠다

καταστρατοπεδεύσει, καταστρατοπεδεύσῃ

(너는) 둔쳐지겠다

καταστρατοπεδεύσεται

(그는) 둔쳐지겠다

쌍수 καταστρατοπεδεύσεσθον

(너희 둘은) 둔쳐지겠다

καταστρατοπεδεύσεσθον

(그 둘은) 둔쳐지겠다

복수 καταστρατοπεδευσόμεθα

(우리는) 둔쳐지겠다

καταστρατοπεδεύσεσθε

(너희는) 둔쳐지겠다

καταστρατοπεδεύσονται

(그들은) 둔쳐지겠다

기원법단수 καταστρατοπεδευσοίμην

(나는) 둔쳐지겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοιο

(너는) 둔쳐지겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοιτο

(그는) 둔쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 καταστρατοπεδεύσοισθον

(너희 둘은) 둔쳐지겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδευσοίσθην

(그 둘은) 둔쳐지겠기를 (바라다)

복수 καταστρατοπεδευσοίμεθα

(우리는) 둔쳐지겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοισθε

(너희는) 둔쳐지겠기를 (바라다)

καταστρατοπεδεύσοιντο

(그들은) 둔쳐지겠기를 (바라다)

부정사 καταστρατοπεδεύσεσθαι

둔쳐질 것

분사 남성여성중성
καταστρατοπεδευσομενος

καταστρατοπεδευσομενου

καταστρατοπεδευσομενη

καταστρατοπεδευσομενης

καταστρατοπεδευσομενον

καταστρατοπεδευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστρατοπέδευον

(나는) 둔치고 있었다

κατεστρατοπέδευες

(너는) 둔치고 있었다

κατεστρατοπέδευεν*

(그는) 둔치고 있었다

쌍수 κατεστρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 둔치고 있었다

κατεστρατοπεδευέτην

(그 둘은) 둔치고 있었다

복수 κατεστρατοπεδεύομεν

(우리는) 둔치고 있었다

κατεστρατοπεδεύετε

(너희는) 둔치고 있었다

κατεστρατοπέδευον

(그들은) 둔치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστρατοπεδευόμην

(나는) 둔쳐지고 있었다

κατεστρατοπεδεύου

(너는) 둔쳐지고 있었다

κατεστρατοπεδεύετο

(그는) 둔쳐지고 있었다

쌍수 κατεστρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 둔쳐지고 있었다

κατεστρατοπεδευέσθην

(그 둘은) 둔쳐지고 있었다

복수 κατεστρατοπεδευόμεθα

(우리는) 둔쳐지고 있었다

κατεστρατοπεδεύεσθε

(너희는) 둔쳐지고 있었다

κατεστρατοπεδεύοντο

(그들은) 둔쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καταστρατοπεδεύοντοσ δ’ αὐτοῦ εἰσ Νάρυκα τῆσ Λοκρίδοσ, ἐξ ἧσ φασι τὸν Αἰάντα γεγενῆσθαι, τὸ πλῆθοσ τῶν Φωκέων ἀπήντησε μετὰ τῶν ὅπλων, τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντοσ Ἀλκισθένουσ τοῦ Λάκωνοσ. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 79 38:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 79 38:1)

유의어

  1. to take up quarters

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION