헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασμικρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασμικρίζω κατασμικρίσω

형태분석: κατασμικρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to disparage, depreciate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασμικρίζω

κατασμικρίζεις

κατασμικρίζει

쌍수 κατασμικρίζετον

κατασμικρίζετον

복수 κατασμικρίζομεν

κατασμικρίζετε

κατασμικρίζουσιν*

접속법단수 κατασμικρίζω

κατασμικρίζῃς

κατασμικρίζῃ

쌍수 κατασμικρίζητον

κατασμικρίζητον

복수 κατασμικρίζωμεν

κατασμικρίζητε

κατασμικρίζωσιν*

기원법단수 κατασμικρίζοιμι

κατασμικρίζοις

κατασμικρίζοι

쌍수 κατασμικρίζοιτον

κατασμικριζοίτην

복수 κατασμικρίζοιμεν

κατασμικρίζοιτε

κατασμικρίζοιεν

명령법단수 κατασμίκριζε

κατασμικριζέτω

쌍수 κατασμικρίζετον

κατασμικριζέτων

복수 κατασμικρίζετε

κατασμικριζόντων, κατασμικριζέτωσαν

부정사 κατασμικρίζειν

분사 남성여성중성
κατασμικριζων

κατασμικριζοντος

κατασμικριζουσα

κατασμικριζουσης

κατασμικριζον

κατασμικριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασμικρίζομαι

κατασμικρίζει, κατασμικρίζῃ

κατασμικρίζεται

쌍수 κατασμικρίζεσθον

κατασμικρίζεσθον

복수 κατασμικριζόμεθα

κατασμικρίζεσθε

κατασμικρίζονται

접속법단수 κατασμικρίζωμαι

κατασμικρίζῃ

κατασμικρίζηται

쌍수 κατασμικρίζησθον

κατασμικρίζησθον

복수 κατασμικριζώμεθα

κατασμικρίζησθε

κατασμικρίζωνται

기원법단수 κατασμικριζοίμην

κατασμικρίζοιο

κατασμικρίζοιτο

쌍수 κατασμικρίζοισθον

κατασμικριζοίσθην

복수 κατασμικριζοίμεθα

κατασμικρίζοισθε

κατασμικρίζοιντο

명령법단수 κατασμικρίζου

κατασμικριζέσθω

쌍수 κατασμικρίζεσθον

κατασμικριζέσθων

복수 κατασμικρίζεσθε

κατασμικριζέσθων, κατασμικριζέσθωσαν

부정사 κατασμικρίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατασμικριζομενος

κατασμικριζομενου

κατασμικριζομενη

κατασμικριζομενης

κατασμικριζομενον

κατασμικριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασμικρίσω

κατασμικρίσεις

κατασμικρίσει

쌍수 κατασμικρίσετον

κατασμικρίσετον

복수 κατασμικρίσομεν

κατασμικρίσετε

κατασμικρίσουσιν*

기원법단수 κατασμικρίσοιμι

κατασμικρίσοις

κατασμικρίσοι

쌍수 κατασμικρίσοιτον

κατασμικρισοίτην

복수 κατασμικρίσοιμεν

κατασμικρίσοιτε

κατασμικρίσοιεν

부정사 κατασμικρίσειν

분사 남성여성중성
κατασμικρισων

κατασμικρισοντος

κατασμικρισουσα

κατασμικρισουσης

κατασμικρισον

κατασμικρισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασμικρίσομαι

κατασμικρίσει, κατασμικρίσῃ

κατασμικρίσεται

쌍수 κατασμικρίσεσθον

κατασμικρίσεσθον

복수 κατασμικρισόμεθα

κατασμικρίσεσθε

κατασμικρίσονται

기원법단수 κατασμικρισοίμην

κατασμικρίσοιο

κατασμικρίσοιτο

쌍수 κατασμικρίσοισθον

κατασμικρισοίσθην

복수 κατασμικρισοίμεθα

κατασμικρίσοισθε

κατασμικρίσοιντο

부정사 κατασμικρίσεσθαι

분사 남성여성중성
κατασμικρισομενος

κατασμικρισομενου

κατασμικρισομενη

κατασμικρισομενης

κατασμικρισομενον

κατασμικρισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to disparage

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION