헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασκηνόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασκηνόω κατασκηνώσω

형태분석: κατα (접두사) + σκηνό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쉬다, 휴식하다, 묵다, 잡다, 의존하다, 짚다, 마무르다
  1. to pitch one's camp or tent, take up one's quarters, encamp, to rest, lodge, settle

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκηνῶ

(나는) 쉰다

κατασκηνοῖς

(너는) 쉰다

κατασκηνοῖ

(그는) 쉰다

쌍수 κατασκηνοῦτον

(너희 둘은) 쉰다

κατασκηνοῦτον

(그 둘은) 쉰다

복수 κατασκηνοῦμεν

(우리는) 쉰다

κατασκηνοῦτε

(너희는) 쉰다

κατασκηνοῦσιν*

(그들은) 쉰다

접속법단수 κατασκηνῶ

(나는) 쉬자

κατασκηνοῖς

(너는) 쉬자

κατασκηνοῖ

(그는) 쉬자

쌍수 κατασκηνῶτον

(너희 둘은) 쉬자

κατασκηνῶτον

(그 둘은) 쉬자

복수 κατασκηνῶμεν

(우리는) 쉬자

κατασκηνῶτε

(너희는) 쉬자

κατασκηνῶσιν*

(그들은) 쉬자

기원법단수 κατασκηνοῖμι

(나는) 쉬기를 (바라다)

κατασκηνοῖς

(너는) 쉬기를 (바라다)

κατασκηνοῖ

(그는) 쉬기를 (바라다)

쌍수 κατασκηνοῖτον

(너희 둘은) 쉬기를 (바라다)

κατασκηνοίτην

(그 둘은) 쉬기를 (바라다)

복수 κατασκηνοῖμεν

(우리는) 쉬기를 (바라다)

κατασκηνοῖτε

(너희는) 쉬기를 (바라다)

κατασκηνοῖεν

(그들은) 쉬기를 (바라다)

명령법단수 κατασκήνου

(너는) 쉬어라

κατασκηνούτω

(그는) 쉬어라

쌍수 κατασκηνοῦτον

(너희 둘은) 쉬어라

κατασκηνούτων

(그 둘은) 쉬어라

복수 κατασκηνοῦτε

(너희는) 쉬어라

κατασκηνούντων, κατασκηνούτωσαν

(그들은) 쉬어라

부정사 κατασκηνοῦν

쉬는 것

분사 남성여성중성
κατασκηνων

κατασκηνουντος

κατασκηνουσα

κατασκηνουσης

κατασκηνουν

κατασκηνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκηνοῦμαι

(나는) 쉬여진다

κατασκηνοῖ

(너는) 쉬여진다

κατασκηνοῦται

(그는) 쉬여진다

쌍수 κατασκηνοῦσθον

(너희 둘은) 쉬여진다

κατασκηνοῦσθον

(그 둘은) 쉬여진다

복수 κατασκηνούμεθα

(우리는) 쉬여진다

κατασκηνοῦσθε

(너희는) 쉬여진다

κατασκηνοῦνται

(그들은) 쉬여진다

접속법단수 κατασκηνῶμαι

(나는) 쉬여지자

κατασκηνοῖ

(너는) 쉬여지자

κατασκηνῶται

(그는) 쉬여지자

쌍수 κατασκηνῶσθον

(너희 둘은) 쉬여지자

κατασκηνῶσθον

(그 둘은) 쉬여지자

복수 κατασκηνώμεθα

(우리는) 쉬여지자

κατασκηνῶσθε

(너희는) 쉬여지자

κατασκηνῶνται

(그들은) 쉬여지자

기원법단수 κατασκηνοίμην

(나는) 쉬여지기를 (바라다)

κατασκηνοῖο

(너는) 쉬여지기를 (바라다)

κατασκηνοῖτο

(그는) 쉬여지기를 (바라다)

쌍수 κατασκηνοῖσθον

(너희 둘은) 쉬여지기를 (바라다)

κατασκηνοίσθην

(그 둘은) 쉬여지기를 (바라다)

복수 κατασκηνοίμεθα

(우리는) 쉬여지기를 (바라다)

κατασκηνοῖσθε

(너희는) 쉬여지기를 (바라다)

κατασκηνοῖντο

(그들은) 쉬여지기를 (바라다)

명령법단수 κατασκηνοῦ

(너는) 쉬여져라

κατασκηνούσθω

(그는) 쉬여져라

쌍수 κατασκηνοῦσθον

(너희 둘은) 쉬여져라

κατασκηνούσθων

(그 둘은) 쉬여져라

복수 κατασκηνοῦσθε

(너희는) 쉬여져라

κατασκηνούσθων, κατασκηνούσθωσαν

(그들은) 쉬여져라

부정사 κατασκηνοῦσθαι

쉬여지는 것

분사 남성여성중성
κατασκηνουμενος

κατασκηνουμενου

κατασκηνουμενη

κατασκηνουμενης

κατασκηνουμενον

κατασκηνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκηνώσω

(나는) 쉬겠다

κατασκηνώσεις

(너는) 쉬겠다

κατασκηνώσει

(그는) 쉬겠다

쌍수 κατασκηνώσετον

(너희 둘은) 쉬겠다

κατασκηνώσετον

(그 둘은) 쉬겠다

복수 κατασκηνώσομεν

(우리는) 쉬겠다

κατασκηνώσετε

(너희는) 쉬겠다

κατασκηνώσουσιν*

(그들은) 쉬겠다

기원법단수 κατασκηνώσοιμι

(나는) 쉬겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοις

(너는) 쉬겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοι

(그는) 쉬겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκηνώσοιτον

(너희 둘은) 쉬겠기를 (바라다)

κατασκηνωσοίτην

(그 둘은) 쉬겠기를 (바라다)

복수 κατασκηνώσοιμεν

(우리는) 쉬겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοιτε

(너희는) 쉬겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοιεν

(그들은) 쉬겠기를 (바라다)

부정사 κατασκηνώσειν

쉴 것

분사 남성여성중성
κατασκηνωσων

κατασκηνωσοντος

κατασκηνωσουσα

κατασκηνωσουσης

κατασκηνωσον

κατασκηνωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασκηνώσομαι

(나는) 쉬여지겠다

κατασκηνώσει, κατασκηνώσῃ

(너는) 쉬여지겠다

κατασκηνώσεται

(그는) 쉬여지겠다

쌍수 κατασκηνώσεσθον

(너희 둘은) 쉬여지겠다

κατασκηνώσεσθον

(그 둘은) 쉬여지겠다

복수 κατασκηνωσόμεθα

(우리는) 쉬여지겠다

κατασκηνώσεσθε

(너희는) 쉬여지겠다

κατασκηνώσονται

(그들은) 쉬여지겠다

기원법단수 κατασκηνωσοίμην

(나는) 쉬여지겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοιο

(너는) 쉬여지겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοιτο

(그는) 쉬여지겠기를 (바라다)

쌍수 κατασκηνώσοισθον

(너희 둘은) 쉬여지겠기를 (바라다)

κατασκηνωσοίσθην

(그 둘은) 쉬여지겠기를 (바라다)

복수 κατασκηνωσοίμεθα

(우리는) 쉬여지겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοισθε

(너희는) 쉬여지겠기를 (바라다)

κατασκηνώσοιντο

(그들은) 쉬여지겠기를 (바라다)

부정사 κατασκηνώσεσθαι

쉬여질 것

분사 남성여성중성
κατασκηνωσομενος

κατασκηνωσομενου

κατασκηνωσομενη

κατασκηνωσομενης

κατασκηνωσομενον

κατασκηνωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσκήνουν

(나는) 쉬고 있었다

κατεσκήνους

(너는) 쉬고 있었다

κατεσκήνουν*

(그는) 쉬고 있었다

쌍수 κατεσκηνοῦτον

(너희 둘은) 쉬고 있었다

κατεσκηνούτην

(그 둘은) 쉬고 있었다

복수 κατεσκηνοῦμεν

(우리는) 쉬고 있었다

κατεσκηνοῦτε

(너희는) 쉬고 있었다

κατεσκήνουν

(그들은) 쉬고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσκηνούμην

(나는) 쉬여지고 있었다

κατεσκηνοῦ

(너는) 쉬여지고 있었다

κατεσκηνοῦτο

(그는) 쉬여지고 있었다

쌍수 κατεσκηνοῦσθον

(너희 둘은) 쉬여지고 있었다

κατεσκηνούσθην

(그 둘은) 쉬여지고 있었다

복수 κατεσκηνούμεθα

(우리는) 쉬여지고 있었다

κατεσκηνοῦσθε

(너희는) 쉬여지고 있었다

κατεσκηνοῦντο

(그들은) 쉬여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐξελεξάμην ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἐκάθισα ἄρχων καὶ κατεσκήνουν ὡσεὶ βασιλεὺσ ἐν μονοζώνοισ ὃν τρόπον παθεινοὺσ παρακαλῶν. (Septuagint, Liber Iob 29:25)

    (70인역 성경, 욥기 29:25)

  • τὰ φύλλα αὐτοῦ ὡραῖα, καὶ ὁ καρπὸσ αὐτοῦ πολύσ, καὶ τροφὴ πάντων ἐν αὐτῷ. καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια, καὶ ἐν τοῖσ κλάδοισ αὐτοῦ κατῴκουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἐτρέφετο πᾶσα σάρξ. (Septuagint, Prophetia Danielis 4:9)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:9)

  • καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ εὐθαλῆ καὶ ὁ καρπὸσ αὐτοῦ πολὺσ καὶ τροφὴ πᾶσιν ἐν αὐτῷ, ὑποκάτω αὐτοῦ κατῴκουν τὰ θηρία τὰ ἄγρια καὶ ἐν τοῖσ κλάδοισ αὐτοῦ κατεσκήνουν τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, (Septuagint, Prophetia Danielis 4:18)

    (70인역 성경, 다니엘서 4:18)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION