Ancient Greek-English Dictionary Language

καταρρυής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καταρρυής καταρρυές

Structure: καταρρυη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: katarre/w

Sense

  1. falling away

Examples

  • ἔπειτα λεπτὰ κλιμάκια ποιούμενοσ, πρὸσ ταῦτ’ ἀνηρριχᾶτ’ ἂν ἐσ τὸν οὐρανόν, ἑώσ ξυνετρίβη τῆσ κεφαλῆσ καταρρυείσ. (Aristophanes, Peace, Prologue 2:15)
  • ὁ δὲ τοῖσ τε ἄλλοισ τραύμασι κεκαρωμένοσ ἤδη καὶ τὴν τελευταίαν πληγὴν θανατηφόρον ἔχων ὑπολυθέντων τῶν μελῶν καταρρυεὶσ ἀποθνήσκει. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 19 6:1)
  • ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστοσ οὐκ ἔλαμπεν, ἀλλ’ ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶσ μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε, καὶ μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο, καὶ καταρρυεῖσ μηροὶ καλυπτῆσ ἐξέκειντο πιμελῆσ. (Sophocles, Antigone, episode16)

Synonyms

  1. falling away

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION