헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταθραύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταθραύω καταθραύσω

형태분석: κατα (접두사) + θραύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 깨뜨리다, 부수다, 조각내다
  1. to break in pieces, shatter

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθραύω

(나는) 깨뜨린다

καταθραύεις

(너는) 깨뜨린다

καταθραύει

(그는) 깨뜨린다

쌍수 καταθραύετον

(너희 둘은) 깨뜨린다

καταθραύετον

(그 둘은) 깨뜨린다

복수 καταθραύομεν

(우리는) 깨뜨린다

καταθραύετε

(너희는) 깨뜨린다

καταθραύουσιν*

(그들은) 깨뜨린다

접속법단수 καταθραύω

(나는) 깨뜨리자

καταθραύῃς

(너는) 깨뜨리자

καταθραύῃ

(그는) 깨뜨리자

쌍수 καταθραύητον

(너희 둘은) 깨뜨리자

καταθραύητον

(그 둘은) 깨뜨리자

복수 καταθραύωμεν

(우리는) 깨뜨리자

καταθραύητε

(너희는) 깨뜨리자

καταθραύωσιν*

(그들은) 깨뜨리자

기원법단수 καταθραύοιμι

(나는) 깨뜨리기를 (바라다)

καταθραύοις

(너는) 깨뜨리기를 (바라다)

καταθραύοι

(그는) 깨뜨리기를 (바라다)

쌍수 καταθραύοιτον

(너희 둘은) 깨뜨리기를 (바라다)

καταθραυοίτην

(그 둘은) 깨뜨리기를 (바라다)

복수 καταθραύοιμεν

(우리는) 깨뜨리기를 (바라다)

καταθραύοιτε

(너희는) 깨뜨리기를 (바라다)

καταθραύοιεν

(그들은) 깨뜨리기를 (바라다)

명령법단수 καταθραύε

(너는) 깨뜨려라

καταθραυέτω

(그는) 깨뜨려라

쌍수 καταθραύετον

(너희 둘은) 깨뜨려라

καταθραυέτων

(그 둘은) 깨뜨려라

복수 καταθραύετε

(너희는) 깨뜨려라

καταθραυόντων, καταθραυέτωσαν

(그들은) 깨뜨려라

부정사 καταθραύειν

깨뜨리는 것

분사 남성여성중성
καταθραυων

καταθραυοντος

καταθραυουσα

καταθραυουσης

καταθραυον

καταθραυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθραύομαι

(나는) 깨뜨려진다

καταθραύει, καταθραύῃ

(너는) 깨뜨려진다

καταθραύεται

(그는) 깨뜨려진다

쌍수 καταθραύεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려진다

καταθραύεσθον

(그 둘은) 깨뜨려진다

복수 καταθραυόμεθα

(우리는) 깨뜨려진다

καταθραύεσθε

(너희는) 깨뜨려진다

καταθραύονται

(그들은) 깨뜨려진다

접속법단수 καταθραύωμαι

(나는) 깨뜨려지자

καταθραύῃ

(너는) 깨뜨려지자

καταθραύηται

(그는) 깨뜨려지자

쌍수 καταθραύησθον

(너희 둘은) 깨뜨려지자

καταθραύησθον

(그 둘은) 깨뜨려지자

복수 καταθραυώμεθα

(우리는) 깨뜨려지자

καταθραύησθε

(너희는) 깨뜨려지자

καταθραύωνται

(그들은) 깨뜨려지자

기원법단수 καταθραυοίμην

(나는) 깨뜨려지기를 (바라다)

καταθραύοιο

(너는) 깨뜨려지기를 (바라다)

καταθραύοιτο

(그는) 깨뜨려지기를 (바라다)

쌍수 καταθραύοισθον

(너희 둘은) 깨뜨려지기를 (바라다)

καταθραυοίσθην

(그 둘은) 깨뜨려지기를 (바라다)

복수 καταθραυοίμεθα

(우리는) 깨뜨려지기를 (바라다)

καταθραύοισθε

(너희는) 깨뜨려지기를 (바라다)

καταθραύοιντο

(그들은) 깨뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 καταθραύου

(너는) 깨뜨려져라

καταθραυέσθω

(그는) 깨뜨려져라

쌍수 καταθραύεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려져라

καταθραυέσθων

(그 둘은) 깨뜨려져라

복수 καταθραύεσθε

(너희는) 깨뜨려져라

καταθραυέσθων, καταθραυέσθωσαν

(그들은) 깨뜨려져라

부정사 καταθραύεσθαι

깨뜨려지는 것

분사 남성여성중성
καταθραυομενος

καταθραυομενου

καταθραυομενη

καταθραυομενης

καταθραυομενον

καταθραυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθραύσω

(나는) 깨뜨리겠다

καταθραύσεις

(너는) 깨뜨리겠다

καταθραύσει

(그는) 깨뜨리겠다

쌍수 καταθραύσετον

(너희 둘은) 깨뜨리겠다

καταθραύσετον

(그 둘은) 깨뜨리겠다

복수 καταθραύσομεν

(우리는) 깨뜨리겠다

καταθραύσετε

(너희는) 깨뜨리겠다

καταθραύσουσιν*

(그들은) 깨뜨리겠다

기원법단수 καταθραύσοιμι

(나는) 깨뜨리겠기를 (바라다)

καταθραύσοις

(너는) 깨뜨리겠기를 (바라다)

καταθραύσοι

(그는) 깨뜨리겠기를 (바라다)

쌍수 καταθραύσοιτον

(너희 둘은) 깨뜨리겠기를 (바라다)

καταθραυσοίτην

(그 둘은) 깨뜨리겠기를 (바라다)

복수 καταθραύσοιμεν

(우리는) 깨뜨리겠기를 (바라다)

καταθραύσοιτε

(너희는) 깨뜨리겠기를 (바라다)

καταθραύσοιεν

(그들은) 깨뜨리겠기를 (바라다)

부정사 καταθραύσειν

깨뜨릴 것

분사 남성여성중성
καταθραυσων

καταθραυσοντος

καταθραυσουσα

καταθραυσουσης

καταθραυσον

καταθραυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταθραύσομαι

(나는) 깨뜨려지겠다

καταθραύσει, καταθραύσῃ

(너는) 깨뜨려지겠다

καταθραύσεται

(그는) 깨뜨려지겠다

쌍수 καταθραύσεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려지겠다

καταθραύσεσθον

(그 둘은) 깨뜨려지겠다

복수 καταθραυσόμεθα

(우리는) 깨뜨려지겠다

καταθραύσεσθε

(너희는) 깨뜨려지겠다

καταθραύσονται

(그들은) 깨뜨려지겠다

기원법단수 καταθραυσοίμην

(나는) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

καταθραύσοιο

(너는) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

καταθραύσοιτο

(그는) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

쌍수 καταθραύσοισθον

(너희 둘은) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

καταθραυσοίσθην

(그 둘은) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

복수 καταθραυσοίμεθα

(우리는) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

καταθραύσοισθε

(너희는) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

καταθραύσοιντο

(그들은) 깨뜨려지겠기를 (바라다)

부정사 καταθραύσεσθαι

깨뜨려질 것

분사 남성여성중성
καταθραυσομενος

καταθραυσομενου

καταθραυσομενη

καταθραυσομενης

καταθραυσομενον

καταθραυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέθραυον

(나는) 깨뜨리고 있었다

κατέθραυες

(너는) 깨뜨리고 있었다

κατέθραυεν*

(그는) 깨뜨리고 있었다

쌍수 κατεθραύετον

(너희 둘은) 깨뜨리고 있었다

κατεθραυέτην

(그 둘은) 깨뜨리고 있었다

복수 κατεθραύομεν

(우리는) 깨뜨리고 있었다

κατεθραύετε

(너희는) 깨뜨리고 있었다

κατέθραυον

(그들은) 깨뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεθραυόμην

(나는) 깨뜨려지고 있었다

κατεθραύου

(너는) 깨뜨려지고 있었다

κατεθραύετο

(그는) 깨뜨려지고 있었다

쌍수 κατεθραύεσθον

(너희 둘은) 깨뜨려지고 있었다

κατεθραυέσθην

(그 둘은) 깨뜨려지고 있었다

복수 κατεθραυόμεθα

(우리는) 깨뜨려지고 있었다

κατεθραύεσθε

(너희는) 깨뜨려지고 있었다

κατεθραύοντο

(그들은) 깨뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δ’ ἀήρ, ὡσ ἐοίκε, συνελαύνων τὰ σώματα τῇ ψυχρότητι καταθραύει καὶ ῥήγνυσιν. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 11 4:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 11 4:1)

유의어

  1. 깨뜨리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION