헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπλήσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπλήσσω καταπλήξω

형태분석: κατα (접두사) + πλήσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 겁주다, 놀라게 하다, 놀라다, 무섭게 하다, 때려눕히다, 당황하다, 간담을 서늘하게 하다, 매우 겁주다
  1. to strike down, to strike with amazement, astound, terrify, to be panic-stricken, amazed, astounded

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήσσω

(나는) 겁준다

καταπλήσσεις

(너는) 겁준다

καταπλήσσει

(그는) 겁준다

쌍수 καταπλήσσετον

(너희 둘은) 겁준다

καταπλήσσετον

(그 둘은) 겁준다

복수 καταπλήσσομεν

(우리는) 겁준다

καταπλήσσετε

(너희는) 겁준다

καταπλήσσουσιν*

(그들은) 겁준다

접속법단수 καταπλήσσω

(나는) 겁주자

καταπλήσσῃς

(너는) 겁주자

καταπλήσσῃ

(그는) 겁주자

쌍수 καταπλήσσητον

(너희 둘은) 겁주자

καταπλήσσητον

(그 둘은) 겁주자

복수 καταπλήσσωμεν

(우리는) 겁주자

καταπλήσσητε

(너희는) 겁주자

καταπλήσσωσιν*

(그들은) 겁주자

기원법단수 καταπλήσσοιμι

(나는) 겁주기를 (바라다)

καταπλήσσοις

(너는) 겁주기를 (바라다)

καταπλήσσοι

(그는) 겁주기를 (바라다)

쌍수 καταπλήσσοιτον

(너희 둘은) 겁주기를 (바라다)

καταπλησσοίτην

(그 둘은) 겁주기를 (바라다)

복수 καταπλήσσοιμεν

(우리는) 겁주기를 (바라다)

καταπλήσσοιτε

(너희는) 겁주기를 (바라다)

καταπλήσσοιεν

(그들은) 겁주기를 (바라다)

명령법단수 καταπλήσσε

(너는) 겁주어라

καταπλησσέτω

(그는) 겁주어라

쌍수 καταπλήσσετον

(너희 둘은) 겁주어라

καταπλησσέτων

(그 둘은) 겁주어라

복수 καταπλήσσετε

(너희는) 겁주어라

καταπλησσόντων, καταπλησσέτωσαν

(그들은) 겁주어라

부정사 καταπλήσσειν

겁주는 것

분사 남성여성중성
καταπλησσων

καταπλησσοντος

καταπλησσουσα

καταπλησσουσης

καταπλησσον

καταπλησσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήσσομαι

(나는) 겁줘진다

καταπλήσσει, καταπλήσσῃ

(너는) 겁줘진다

καταπλήσσεται

(그는) 겁줘진다

쌍수 καταπλήσσεσθον

(너희 둘은) 겁줘진다

καταπλήσσεσθον

(그 둘은) 겁줘진다

복수 καταπλησσόμεθα

(우리는) 겁줘진다

καταπλήσσεσθε

(너희는) 겁줘진다

καταπλήσσονται

(그들은) 겁줘진다

접속법단수 καταπλήσσωμαι

(나는) 겁줘지자

καταπλήσσῃ

(너는) 겁줘지자

καταπλήσσηται

(그는) 겁줘지자

쌍수 καταπλήσσησθον

(너희 둘은) 겁줘지자

καταπλήσσησθον

(그 둘은) 겁줘지자

복수 καταπλησσώμεθα

(우리는) 겁줘지자

καταπλήσσησθε

(너희는) 겁줘지자

καταπλήσσωνται

(그들은) 겁줘지자

기원법단수 καταπλησσοίμην

(나는) 겁줘지기를 (바라다)

καταπλήσσοιο

(너는) 겁줘지기를 (바라다)

καταπλήσσοιτο

(그는) 겁줘지기를 (바라다)

쌍수 καταπλήσσοισθον

(너희 둘은) 겁줘지기를 (바라다)

καταπλησσοίσθην

(그 둘은) 겁줘지기를 (바라다)

복수 καταπλησσοίμεθα

(우리는) 겁줘지기를 (바라다)

καταπλήσσοισθε

(너희는) 겁줘지기를 (바라다)

καταπλήσσοιντο

(그들은) 겁줘지기를 (바라다)

명령법단수 καταπλήσσου

(너는) 겁줘져라

καταπλησσέσθω

(그는) 겁줘져라

쌍수 καταπλήσσεσθον

(너희 둘은) 겁줘져라

καταπλησσέσθων

(그 둘은) 겁줘져라

복수 καταπλήσσεσθε

(너희는) 겁줘져라

καταπλησσέσθων, καταπλησσέσθωσαν

(그들은) 겁줘져라

부정사 καταπλήσσεσθαι

겁줘지는 것

분사 남성여성중성
καταπλησσομενος

καταπλησσομενου

καταπλησσομενη

καταπλησσομενης

καταπλησσομενον

καταπλησσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήξω

(나는) 겁주겠다

καταπλήξεις

(너는) 겁주겠다

καταπλήξει

(그는) 겁주겠다

쌍수 καταπλήξετον

(너희 둘은) 겁주겠다

καταπλήξετον

(그 둘은) 겁주겠다

복수 καταπλήξομεν

(우리는) 겁주겠다

καταπλήξετε

(너희는) 겁주겠다

καταπλήξουσιν*

(그들은) 겁주겠다

기원법단수 καταπλήξοιμι

(나는) 겁주겠기를 (바라다)

καταπλήξοις

(너는) 겁주겠기를 (바라다)

καταπλήξοι

(그는) 겁주겠기를 (바라다)

쌍수 καταπλήξοιτον

(너희 둘은) 겁주겠기를 (바라다)

καταπληξοίτην

(그 둘은) 겁주겠기를 (바라다)

복수 καταπλήξοιμεν

(우리는) 겁주겠기를 (바라다)

καταπλήξοιτε

(너희는) 겁주겠기를 (바라다)

καταπλήξοιεν

(그들은) 겁주겠기를 (바라다)

부정사 καταπλήξειν

겁줄 것

분사 남성여성중성
καταπληξων

καταπληξοντος

καταπληξουσα

καταπληξουσης

καταπληξον

καταπληξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήξομαι

(나는) 겁줘지겠다

καταπλήξει, καταπλήξῃ

(너는) 겁줘지겠다

καταπλήξεται

(그는) 겁줘지겠다

쌍수 καταπλήξεσθον

(너희 둘은) 겁줘지겠다

καταπλήξεσθον

(그 둘은) 겁줘지겠다

복수 καταπληξόμεθα

(우리는) 겁줘지겠다

καταπλήξεσθε

(너희는) 겁줘지겠다

καταπλήξονται

(그들은) 겁줘지겠다

기원법단수 καταπληξοίμην

(나는) 겁줘지겠기를 (바라다)

καταπλήξοιο

(너는) 겁줘지겠기를 (바라다)

καταπλήξοιτο

(그는) 겁줘지겠기를 (바라다)

쌍수 καταπλήξοισθον

(너희 둘은) 겁줘지겠기를 (바라다)

καταπληξοίσθην

(그 둘은) 겁줘지겠기를 (바라다)

복수 καταπληξοίμεθα

(우리는) 겁줘지겠기를 (바라다)

καταπλήξοισθε

(너희는) 겁줘지겠기를 (바라다)

καταπλήξοιντο

(그들은) 겁줘지겠기를 (바라다)

부정사 καταπλήξεσθαι

겁줘질 것

분사 남성여성중성
καταπληξομενος

καταπληξομενου

καταπληξομενη

καταπληξομενης

καταπληξομενον

καταπληξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέπλησσον

(나는) 겁주고 있었다

κατέπλησσες

(너는) 겁주고 있었다

κατέπλησσεν*

(그는) 겁주고 있었다

쌍수 κατεπλήσσετον

(너희 둘은) 겁주고 있었다

κατεπλησσέτην

(그 둘은) 겁주고 있었다

복수 κατεπλήσσομεν

(우리는) 겁주고 있었다

κατεπλήσσετε

(너희는) 겁주고 있었다

κατέπλησσον

(그들은) 겁주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπλησσόμην

(나는) 겁줘지고 있었다

κατεπλήσσου

(너는) 겁줘지고 있었다

κατεπλήσσετο

(그는) 겁줘지고 있었다

쌍수 κατεπλήσσεσθον

(너희 둘은) 겁줘지고 있었다

κατεπλησσέσθην

(그 둘은) 겁줘지고 있었다

복수 κατεπλησσόμεθα

(우리는) 겁줘지고 있었다

κατεπλήσσεσθε

(너희는) 겁줘지고 있었다

κατεπλήσσοντο

(그들은) 겁줘지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ ἂν ὦ κενόσ, μάλιστα ἐπὶ συμποσίῳ καταπλήσσομαι τοὺσ παρόντασ ἐξαριθμούμενοσ τοὺσ γεγραφότασ. (Epictetus, Works, book 2, 8:2)

    (에픽테토스, Works, book 2, 8:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION