헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταναρκάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταναρκάω καταναρκήσω

형태분석: κατα (접두사) + ναρκά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be slothful towards, press heavily upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανάρκω

κατανάρκᾳς

κατανάρκᾳ

쌍수 κατανάρκᾱτον

κατανάρκᾱτον

복수 κατανάρκωμεν

κατανάρκᾱτε

κατανάρκωσιν*

접속법단수 κατανάρκω

κατανάρκῃς

κατανάρκῃ

쌍수 κατανάρκητον

κατανάρκητον

복수 κατανάρκωμεν

κατανάρκητε

κατανάρκωσιν*

기원법단수 κατανάρκῳμι

κατανάρκῳς

κατανάρκῳ

쌍수 κατανάρκῳτον

καταναρκῷτην

복수 κατανάρκῳμεν

κατανάρκῳτε

κατανάρκῳεν

명령법단수 κατανᾶρκᾱ

καταναρκᾶτω

쌍수 κατανάρκᾱτον

καταναρκᾶτων

복수 κατανάρκᾱτε

καταναρκῶντων, καταναρκᾶτωσαν

부정사 κατανάρκᾱν

분사 남성여성중성
καταναρκων

καταναρκωντος

καταναρκωσα

καταναρκωσης

καταναρκων

καταναρκωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανάρκωμαι

κατανάρκᾳ

κατανάρκᾱται

쌍수 κατανάρκᾱσθον

κατανάρκᾱσθον

복수 καταναρκῶμεθα

κατανάρκᾱσθε

κατανάρκωνται

접속법단수 κατανάρκωμαι

κατανάρκῃ

κατανάρκηται

쌍수 κατανάρκησθον

κατανάρκησθον

복수 καταναρκώμεθα

κατανάρκησθε

κατανάρκωνται

기원법단수 καταναρκῷμην

κατανάρκῳο

κατανάρκῳτο

쌍수 κατανάρκῳσθον

καταναρκῷσθην

복수 καταναρκῷμεθα

κατανάρκῳσθε

κατανάρκῳντο

명령법단수 κατανάρκω

καταναρκᾶσθω

쌍수 κατανάρκᾱσθον

καταναρκᾶσθων

복수 κατανάρκᾱσθε

καταναρκᾶσθων, καταναρκᾶσθωσαν

부정사 κατανάρκᾱσθαι

분사 남성여성중성
καταναρκωμενος

καταναρκωμενου

καταναρκωμενη

καταναρκωμενης

καταναρκωμενον

καταναρκωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναρκήσω

καταναρκήσεις

καταναρκήσει

쌍수 καταναρκήσετον

καταναρκήσετον

복수 καταναρκήσομεν

καταναρκήσετε

καταναρκήσουσιν*

기원법단수 καταναρκήσοιμι

καταναρκήσοις

καταναρκήσοι

쌍수 καταναρκήσοιτον

καταναρκησοίτην

복수 καταναρκήσοιμεν

καταναρκήσοιτε

καταναρκήσοιεν

부정사 καταναρκήσειν

분사 남성여성중성
καταναρκησων

καταναρκησοντος

καταναρκησουσα

καταναρκησουσης

καταναρκησον

καταναρκησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταναρκήσομαι

καταναρκήσει, καταναρκήσῃ

καταναρκήσεται

쌍수 καταναρκήσεσθον

καταναρκήσεσθον

복수 καταναρκησόμεθα

καταναρκήσεσθε

καταναρκήσονται

기원법단수 καταναρκησοίμην

καταναρκήσοιο

καταναρκήσοιτο

쌍수 καταναρκήσοισθον

καταναρκησοίσθην

복수 καταναρκησοίμεθα

καταναρκήσοισθε

καταναρκήσοιντο

부정사 καταναρκήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταναρκησομενος

καταναρκησομενου

καταναρκησομενη

καταναρκησομενης

καταναρκησομενον

καταναρκησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION